συνεπιμελητής: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(39) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synepimelitis | |Transliteration C=synepimelitis | ||
|Beta Code=sunepimelhth/s | |Beta Code=sunepimelhth/s | ||
|Definition= | |Definition=συνεπιμελητοῦ, ὁ, [[fellow-curator]], [[coadjutor]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.4.17, ''IG''22.1317.2 (both pl.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[coopérateur]], [[auxiliaire]].<br />'''Étymologie:''' [[συνεπιμελέομαι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνεπιμελητής -οῦ, ὁ [συνεπιμελέομαι] [[iemand die mede zorg draagt]], [[medewerker]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[Mitbesorger]]</i>, Xen. <i>Cyr</i>. 5.4.17. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''συνεπιμελητής:''' οῦ ὁ [[помощник в делах]], [[сотрудник]] Xen. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[ | |mltxt=ὁ, Α [[συνεπιμελοῦμαι]]<br />[[συνεργάτης]] του επιμελητή, αυτός που από κοινού με άλλον φροντίζει κάποιον ή [[κάτι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''συνεπιμελητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που φροντίζει [[κάτι]] από κοινού ή που υποβοηθά αυτόν που έχει επωμιστεί συγκεκριμένη [[φροντίδα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συνεπιμελητής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] φροντίζων [[περί]] τινος, συμβοηθὸς ἐπιμελητοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 109. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=συν-επιμελητής, οῦ, ὁ,<br />a [[coadjutor]], Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:26, 25 August 2023
English (LSJ)
συνεπιμελητοῦ, ὁ, fellow-curator, coadjutor, X.Cyr.5.4.17, IG22.1317.2 (both pl.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
coopérateur, auxiliaire.
Étymologie: συνεπιμελέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεπιμελητής -οῦ, ὁ [συνεπιμελέομαι] iemand die mede zorg draagt, medewerker.
German (Pape)
ὁ, der Mitbesorger, Xen. Cyr. 5.4.17.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιμελητής: οῦ ὁ помощник в делах, сотрудник Xen.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνεπιμελοῦμαι
συνεργάτης του επιμελητή, αυτός που από κοινού με άλλον φροντίζει κάποιον ή κάτι.
Greek Monotonic
συνεπιμελητής: -οῦ, ὁ, αυτός που φροντίζει κάτι από κοινού ή που υποβοηθά αυτόν που έχει επωμιστεί συγκεκριμένη φροντίδα, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιμελητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὁμοῦ φροντίζων περί τινος, συμβοηθὸς ἐπιμελητοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 109.
Middle Liddell
συν-επιμελητής, οῦ, ὁ,
a coadjutor, Xen.