χοηφόρος: Difference between revisions
(46) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=choiforos | |Transliteration C=choiforos | ||
|Beta Code=xohfo/ros | |Beta Code=xohfo/ros | ||
|Definition= | |Definition=χοηφόρον, [[offering]] [[χοαί]] [[to the dead]]; [[Χοηφόροι]], a Tragedy by A., in which the Chorus pours [[χοαί]] to the shade of Agamemnon. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1361.png Seite 1361]] das Trankopfer oder Todtenopfer tragend, darbringend, Titel der bekannten Tragödie des Aeschylus. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1361.png Seite 1361]] das Trankopfer oder Todtenopfer tragend, darbringend, Titel der bekannten Tragödie des Aeschylus. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />choéphore, <i>càd</i> qui porte des libations <i>ou</i> des offrandes funéraires.<br />'''Étymologie:''' [[χοή]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χοηφόρος''': -ον, ὁ προσφέρων χοὰς εἰς τοὺς νεκρούς· Χοηφόροι, [[εἶναι]] [[τραγῳδία]] τοῦ Αἰσχύλου ἐν ᾗ ὁ χορὸς χέει χοὰς εἰς τὴν σκιὰν τοῦ Ἀγαμέμνονος. | |lstext='''χοηφόρος''': -ον, ὁ προσφέρων χοὰς εἰς τοὺς νεκρούς· Χοηφόροι, [[εἶναι]] [[τραγῳδία]] τοῦ Αἰσχύλου ἐν ᾗ ὁ χορὸς χέει χοὰς εἰς τὴν σκιὰν τοῦ Ἀγαμέμνονος. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο / [[χοηφόρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τελεί νεκρική [[σπονδή]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Χοηφόροι</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Αισχύλου, το β' [[μέρος]] της τριλογίας [[Ορέστεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοή</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |mltxt=-ο / [[χοηφόρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τελεί νεκρική [[σπονδή]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Χοηφόροι</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Αισχύλου, το β' [[μέρος]] της τριλογίας [[Ορέστεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοή</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χοηφόρος:''' ([[φέρω]]), αυτός που προσφέρει [[χοάς]] στους νεκρούς· <i>Χοηφόροι</i>, [[τραγωδία]] του Αισχύλου, στην οποία ο Χορός προσφέρει χοές στη [[σκιά]] του Αγαμέμνονα. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[χοή]] + [[φόρος]] τοῦ [[φέρω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στό [[ρῆμα]]: [[χέω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
χοηφόρον, offering χοαί to the dead; Χοηφόροι, a Tragedy by A., in which the Chorus pours χοαί to the shade of Agamemnon.
German (Pape)
[Seite 1361] das Trankopfer oder Todtenopfer tragend, darbringend, Titel der bekannten Tragödie des Aeschylus.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
choéphore, càd qui porte des libations ou des offrandes funéraires.
Étymologie: χοή, φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
χοηφόρος: -ον, ὁ προσφέρων χοὰς εἰς τοὺς νεκρούς· Χοηφόροι, εἶναι τραγῳδία τοῦ Αἰσχύλου ἐν ᾗ ὁ χορὸς χέει χοὰς εἰς τὴν σκιὰν τοῦ Ἀγαμέμνονος.
Greek Monolingual
-ο / χοηφόρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που τελεί νεκρική σπονδή
2. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Χοηφόροι
τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου, το β' μέρος της τριλογίας Ορέστεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοή + -φόρος].
Greek Monotonic
χοηφόρος: (φέρω), αυτός που προσφέρει χοάς στους νεκρούς· Χοηφόροι, τραγωδία του Αισχύλου, στην οποία ο Χορός προσφέρει χοές στη σκιά του Αγαμέμνονα.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό χοή + φόρος τοῦ φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα: χέω.