υδρορρόη: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(42) |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / ὑδρορρόη, ΝΜΑ, και υδρορροή Ν, και δωρ. τ. [[ὑδρορρόα]] και πιθ. τ. [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[ὑδρορύα]] Α<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[ρείθρο]] νερού<br /><b>2.</b> ο [[κατά]] [[μήκος]] της περιμέτρου της στέγης [[αγωγός]], [[καθώς]] και το κατακόρυφο [[τμήμα]] του, για τη [[συγκέντρωση]] και [[αποχέτευση]] ή [[αποθήκευση]] τών νερών της βροχής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ισχυρή [[διαμήκης]] [[ζώστρα]] στο [[τοίχωμα]] και σε όλο το [[μήκος]] του πλοίου, η οποία συνδέει τους νομείς με το [[κατάστρωμα]], κν. [[επάνω]] [[κουρζέτο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διώρυγα]], [[κανάλι]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> ύφαλος<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ | |mltxt=η / ὑδρορρόη, ΝΜΑ, και υδρορροή Ν, και δωρ. τ. [[ὑδρορρόα]] και πιθ. τ. [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[ὑδρορύα]] Α<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[ρείθρο]] νερού<br /><b>2.</b> ο [[κατά]] [[μήκος]] της περιμέτρου της στέγης [[αγωγός]], [[καθώς]] και το κατακόρυφο [[τμήμα]] του, για τη [[συγκέντρωση]] και [[αποχέτευση]] ή [[αποθήκευση]] τών νερών της βροχής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ισχυρή [[διαμήκης]] [[ζώστρα]] στο [[τοίχωμα]] και σε όλο το [[μήκος]] του πλοίου, η οποία συνδέει τους νομείς με το [[κατάστρωμα]], κν. [[επάνω]] [[κουρζέτο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διώρυγα]], [[κανάλι]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> ύφαλος<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ νῦν [[ὕδρωψ]] καλούμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥοή</i> (<span style="color: red;"><</span><i>ῥέω</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:05, 27 March 2021
Greek Monolingual
η / ὑδρορρόη, ΝΜΑ, και υδρορροή Ν, και δωρ. τ. ὑδρορρόα και πιθ. τ. κατά τον Ησύχ. ὑδρορύα Α
1. κάθε ρείθρο νερού
2. ο κατά μήκος της περιμέτρου της στέγης αγωγός, καθώς και το κατακόρυφο τμήμα του, για τη συγκέντρωση και αποχέτευση ή αποθήκευση τών νερών της βροχής
νεοελλ.
ναυτ. ισχυρή διαμήκης ζώστρα στο τοίχωμα και σε όλο το μήκος του πλοίου, η οποία συνδέει τους νομείς με το κατάστρωμα, κν. επάνω κουρζέτο
αρχ.
διώρυγα, κανάλι
2. πιθ. ύφαλος
3. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ νῦν ὕδρωψ καλούμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ῥοή (<ῥέω)].