ὑπερκύδας: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(43) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperkydas | |Transliteration C=yperkydas | ||
|Beta Code=u(perku/das | |Beta Code=u(perku/das | ||
|Definition=[κῡ], αντος, ὁ, (κῦδος) | |Definition=[κῡ], αντος, ὁ, ([[κῦδος]]) [[exceedingly famous]] or [[renowned]], only found in acc., ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il.4.66,71; ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes.''Th.''510. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1198.png Seite 1198]] αντος, ὁ, der über alle berühmte, überaus ruhmvoll, nur im acc. sing. und acc. plur. vorkommend, ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il. 4, 66. 71, ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes. Th. 510. Einige betrachteten es als dor. Zusammenziehung aus ὑπερκυδήεις, ὑπερκυδήεντος, ὑπερκυδῆντος, vgl. [[ἀργῆς]], [[ἀργᾶς]], τιμᾶς, dann müßte aber ὑπερκυδᾶντας accentuirt werden, vgl. Spitzner not. crit. zur Il. 4, 66. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1198.png Seite 1198]] αντος, ὁ, der über alle berühmte, überaus ruhmvoll, nur im acc. sing. und acc. plur. vorkommend, ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il. 4, 66. 71, ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes. Th. 510. Einige betrachteten es als dor. Zusammenziehung aus ὑπερκυδήεις, ὑπερκυδήεντος, ὑπερκυδῆντος, vgl. [[ἀργῆς]], [[ἀργᾶς]], τιμᾶς, dann müßte aber ὑπερκυδᾶντας accentuirt werden, vgl. Spitzner not. crit. zur Il. 4, 66. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=αντος;<br /><i>adj. m.</i><br />[[très célèbre]], [[glorieux]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[κῦδος]] ; pê dor. c. *ὑπερκύδης. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερκύδας:''' ύδαντος (ῡ) adj. (только acc.) весьма славный, прославленный ([[Ἀχαιοί]] Hom.; [[Μενοίτιος]] Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερκύδας''': [ῡ], αντος, ὁ, ([[κῦδος]]) ὁ ἔχων μέγα [[κῦδος]], [[περίφημος]], [[σφόδρα]] [[εὐκλεής]], [[λίαν]] [[ἀνδρεῖος]], μόνον κατ’ αἰτ., ὑπερκύδαντας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Δ. 66, 71· ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Ἡσ. Θεογ. 510· - ἂν ληφθῇ ὡς συνῃρ. ἐκ τοῦ ὑπερκυδήεις, ὡς τὸ [[ἀργᾶς]], φωνᾶς (ἐκ τοῦ [[ἀργήεις]], [[φωνήεις]]), γραπτεόν ὑπερκυδᾶς, ᾶντα, ᾶντας· ἀλλ’ οὐδεμία [[μαρτυρία]] τούτου ὑπάρχει, Spitzn. εἰς Ἰλ. Δ. 66. - [[Κατὰ]] τὸν Σχολιαστ.: «ὑπερκύδαντας· ὑπεράραντας τῇ δόξῃ διὰ τὴν τοῦ Μενελάου νίκην», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερκύδαντας· ὑπερέχοντας τῇ δόξῃ, ὑπερενδόξους γενομένους». | |lstext='''ὑπερκύδας''': [ῡ], αντος, ὁ, ([[κῦδος]]) ὁ ἔχων μέγα [[κῦδος]], [[περίφημος]], [[σφόδρα]] [[εὐκλεής]], [[λίαν]] [[ἀνδρεῖος]], μόνον κατ’ αἰτ., ὑπερκύδαντας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Δ. 66, 71· ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Ἡσ. Θεογ. 510· - ἂν ληφθῇ ὡς συνῃρ. ἐκ τοῦ ὑπερκυδήεις, ὡς τὸ [[ἀργᾶς]], φωνᾶς (ἐκ τοῦ [[ἀργήεις]], [[φωνήεις]]), γραπτεόν ὑπερκυδᾶς, ᾶντα, ᾶντας· ἀλλ’ οὐδεμία [[μαρτυρία]] τούτου ὑπάρχει, Spitzn. εἰς Ἰλ. Δ. 66. - [[Κατὰ]] τὸν Σχολιαστ.: «ὑπερκύδαντας· ὑπεράραντας τῇ δόξῃ διὰ τὴν τοῦ Μενελάου νίκην», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερκύδαντας· ὑπερέχοντας τῇ δόξῃ, ὑπερενδόξους γενομένους». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αντος, ὁ, Α<br />[[υπερένδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κῦδος]] (ΙΙ) «[[δόξα]], [[φήμη]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ας</i>, -<i>αντος</i> αναλογικά [[προς]] τα: [[ἀκάμας]], <i>Πουλυδάμας</i>]. | |mltxt=-αντος, ὁ, Α<br />[[υπερένδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κῦδος]] (ΙΙ) «[[δόξα]], [[φήμη]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ας</i>, -<i>αντος</i> αναλογικά [[προς]] τα: [[ἀκάμας]], <i>Πουλυδάμας</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερκύδας:''' [ῡ], -αντος, ὁ ([[κῦδος]]), υπερβολικά [[ξακουστός]], [[περίφημος]] ή [[πασίγνωστος]], μόνο σε αιτ., <i>ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπερκύδαντα Μενοίτιον</i>, σε Ησίοδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑ¯περ-κύδας, αντος, [[κῦδος]]<br />[[exceeding]] [[famous]] or [[renowned]], only in acc., ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il.; ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ὑπερκύδας''': {huperkúdas}<br />'''See also''': s. [[κῦδος]].<br />'''Page''' 2,968 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
[κῡ], αντος, ὁ, (κῦδος) exceedingly famous or renowned, only found in acc., ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il.4.66,71; ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes.Th.510.
German (Pape)
[Seite 1198] αντος, ὁ, der über alle berühmte, überaus ruhmvoll, nur im acc. sing. und acc. plur. vorkommend, ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il. 4, 66. 71, ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes. Th. 510. Einige betrachteten es als dor. Zusammenziehung aus ὑπερκυδήεις, ὑπερκυδήεντος, ὑπερκυδῆντος, vgl. ἀργῆς, ἀργᾶς, τιμᾶς, dann müßte aber ὑπερκυδᾶντας accentuirt werden, vgl. Spitzner not. crit. zur Il. 4, 66.
French (Bailly abrégé)
αντος;
adj. m.
très célèbre, glorieux.
Étymologie: ὑπέρ, κῦδος ; pê dor. c. *ὑπερκύδης.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερκύδας: ύδαντος (ῡ) adj. (только acc.) весьма славный, прославленный (Ἀχαιοί Hom.; Μενοίτιος Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκύδας: [ῡ], αντος, ὁ, (κῦδος) ὁ ἔχων μέγα κῦδος, περίφημος, σφόδρα εὐκλεής, λίαν ἀνδρεῖος, μόνον κατ’ αἰτ., ὑπερκύδαντας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Δ. 66, 71· ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Ἡσ. Θεογ. 510· - ἂν ληφθῇ ὡς συνῃρ. ἐκ τοῦ ὑπερκυδήεις, ὡς τὸ ἀργᾶς, φωνᾶς (ἐκ τοῦ ἀργήεις, φωνήεις), γραπτεόν ὑπερκυδᾶς, ᾶντα, ᾶντας· ἀλλ’ οὐδεμία μαρτυρία τούτου ὑπάρχει, Spitzn. εἰς Ἰλ. Δ. 66. - Κατὰ τὸν Σχολιαστ.: «ὑπερκύδαντας· ὑπεράραντας τῇ δόξῃ διὰ τὴν τοῦ Μενελάου νίκην», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερκύδαντας· ὑπερέχοντας τῇ δόξῃ, ὑπερενδόξους γενομένους».
Greek Monolingual
-αντος, ὁ, Α
υπερένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κῦδος (ΙΙ) «δόξα, φήμη» + κατάλ. -ας, -αντος αναλογικά προς τα: ἀκάμας, Πουλυδάμας].
Greek Monotonic
ὑπερκύδας: [ῡ], -αντος, ὁ (κῦδος), υπερβολικά ξακουστός, περίφημος ή πασίγνωστος, μόνο σε αιτ., ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπερκύδαντα Μενοίτιον, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ὑ¯περ-κύδας, αντος, κῦδος
exceeding famous or renowned, only in acc., ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il.; ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes.
Frisk Etymology German
ὑπερκύδας: {huperkúdas}
See also: s. κῦδος.
Page 2,968