σφετεριστής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(40)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfeteristis
|Transliteration C=sfeteristis
|Beta Code=sfeteristh/s
|Beta Code=sfeteristh/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">appropriator</b>, opp. <b class="b3">ἐπίτροπος</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1315b2</span>.</span>
|Definition=σφετεριστοῦ, ὁ, [[appropriator]], opp. [[ἐπίτροπος]], Id.''Pol.''1315b2.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σφετεριστής''': ὁ, ὁ οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐπίτροπος]], μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui s'approprie le bien d'autrui]].<br />'''Étymologie:''' [[σφετερίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σφετεριστής -οῦ, ὁ [σφετερίζω] iemand die zich (iets) toe-eigent.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der sich öffentliches, fremdes Gut anmaßt und als sein eignes braucht</i>, Arist. <i>Pol</i>. 5.11.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui s’approprie le bien d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[σφετερίζω]].
|elrutext='''σφετεριστής:''' οῦ ὁ [[захватчик]] Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν [[σφετερίζομαι]]<br />αυτός που οικειοποιείται [[παράνομα]] [[ξένο]] [[πράγμα]].
|mltxt=ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν [[σφετερίζομαι]]<br />αυτός που οικειοποιείται [[παράνομα]] [[ξένο]] [[πράγμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφετεριστής:''' ὁ, αυτός που οικειοποιείται [[κάτι]] που δεν του ανήκει, σε Αριστ.
}}
{{ls
|lstext='''σφετεριστής''': ὁ, ὁ οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐπίτροπος]], μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σφετεριστής]], οῦ, ὁ, [from [[σφετερίζω]]<br />an appropriator, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφετεριστής Medium diacritics: σφετεριστής Low diacritics: σφετεριστής Capitals: ΣΦΕΤΕΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: spheteristḗs Transliteration B: spheteristēs Transliteration C: sfeteristis Beta Code: sfeteristh/s

English (LSJ)

σφετεριστοῦ, ὁ, appropriator, opp. ἐπίτροπος, Id.Pol.1315b2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui s'approprie le bien d'autrui.
Étymologie: σφετερίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφετεριστής -οῦ, ὁ [σφετερίζω] iemand die zich (iets) toe-eigent.

German (Pape)

ὁ, der sich öffentliches, fremdes Gut anmaßt und als sein eignes braucht, Arist. Pol. 5.11.

Russian (Dvoretsky)

σφετεριστής: οῦ ὁ захватчик Arst.

Greek Monolingual

ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν σφετερίζομαι
αυτός που οικειοποιείται παράνομα ξένο πράγμα.

Greek Monotonic

σφετεριστής: ὁ, αυτός που οικειοποιείται κάτι που δεν του ανήκει, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σφετεριστής: ὁ, ὁ οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίτροπος, μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.

Middle Liddell

σφετεριστής, οῦ, ὁ, [from σφετερίζω
an appropriator, Arist.