συνωρίδα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(40)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συνωρίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ, και [[ξυνωρίδα]] Ν, και αττ. τ. ξυ [[νωρίς]] Α<br /><b>1.</b> [[ζευγάρι]] αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[ζεύγος]] («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην [[ξυνωρίδα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>στην αρχ.</b>) [[άρμα]] που έσυραν δύο άλογα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(συν. με ειρωνική σημ.) [[δυάδα]] αδελφών, αχώριστων [[φίλων]] ή συνεργατών, δίδυμο<br /><b>μσν.</b><br />[[κοινότητα]] μοναχών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[απλώς]]) [[ζεύγος]] αλόγων ή άλλων ζώων, όπως ημιόνων, ελεφάντων κ.ά.<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[καθετί]] το οποίο συνδέει δύο πράγματα (α. «πέδας τε χεροῑν καὶ ποδοῑν [[ξυνωρίδα]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[ὅπου]] γὰρ ἰσχὺς συζυγοὺσι καὶ [[δίκη]], [[ποία]] ξυνωρὶς τῶνδε καρτερωτέρα;», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[νόμισμα]] με την [[εικόνα]] ή τον τύπο ζεύγους αλόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνήορος]] / <i>συνᾱορος</i> «[[στενά]] συνδεδεμένος» με [[συναίρεση]] τών -<i>ηο</i>- σε -<i>ω</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ὶς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=η / [[συνωρίς]], -ίδος, ΝΜΑ, και [[ξυνωρίδα]] Ν, και αττ. τ. ξυ [[νωρίς]] Α<br /><b>1.</b> [[ζευγάρι]] αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[ζεύγος]] («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην [[ξυνωρίδα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>στην αρχ.</b>) [[άρμα]] που έσυραν δύο άλογα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(συν. με ειρωνική σημ.) [[δυάδα]] αδελφών, αχώριστων [[φίλων]] ή συνεργατών, δίδυμο<br /><b>μσν.</b><br />[[κοινότητα]] μοναχών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[απλώς]]) [[ζεύγος]] αλόγων ή άλλων ζώων, όπως ημιόνων, ελεφάντων κ.ά.<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[καθετί]] το οποίο συνδέει δύο πράγματα (α. «πέδας τε χεροῑν καὶ ποδοῖν [[ξυνωρίδα]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[ὅπου]] γὰρ ἰσχὺς συζυγοὺσι καὶ [[δίκη]], [[ποία]] ξυνωρὶς τῶνδε καρτερωτέρα;», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[νόμισμα]] με την [[εικόνα]] ή τον τύπο ζεύγους αλόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνήορος]] / <i>συνᾱορος</i> «[[στενά]] συνδεδεμένος» με [[συναίρεση]] τών -<i>ηο</i>- σε -<i>ω</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ὶς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[πινακίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:16, 1 March 2024

Greek Monolingual

η / συνωρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και ξυνωρίδα Ν, και αττ. τ. ξυ νωρίς Α
1. ζευγάρι αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα
2. (κατ' επέκτ.) κάθε ζεύγος («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα», Σοφ.)
3. (στην αρχ.) άρμα που έσυραν δύο άλογα
νεοελλ.
(συν. με ειρωνική σημ.) δυάδα αδελφών, αχώριστων φίλων ή συνεργατών, δίδυμο
μσν.
κοινότητα μοναχών
αρχ.
1. (απλώς) ζεύγος αλόγων ή άλλων ζώων, όπως ημιόνων, ελεφάντων κ.ά.
2. (κυριολ. και μτφ.) καθετί το οποίο συνδέει δύο πράγματα (α. «πέδας τε χεροῑν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα», Αισχύλ.
β. «ὅπου γὰρ ἰσχὺς συζυγοὺσι καὶ δίκη, ποία ξυνωρὶς τῶνδε καρτερωτέρα;», Αισχύλ.)
3. νόμισμα με την εικόνα ή τον τύπο ζεύγους αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνήορος / συνᾱορος «στενά συνδεδεμένος» με συναίρεση τών -ηο- σε -ω- + κατάλ. -ὶς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].