φιλοζέφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(45)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filozefyros
|Transliteration C=filozefyros
|Beta Code=filoze/furos
|Beta Code=filoze/furos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">loving the west wind</b>, ib. <span class="bibl">10.16</span> (Theaet.), <span class="bibl">12.195</span> (Strat.).</span>
|Definition=φιλοζέφυρον, [[loving the west wind]], ib. 10.16 (Theaet.), 12.195 (Strat.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1279.png Seite 1279]] den Westwind liebend; λειμῶνες Strat. 37 (XII, 195); [[γαλήνη]] Theaet. Schol. 2 (X, 16); Nonn. D. 11, 496.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1279.png Seite 1279]] den Westwind liebend; λειμῶνες Strat. 37 (XII, 195); [[γαλήνη]] Theaet. Schol. 2 (X, 16); Nonn. D. 11, 496.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui aime le zéphyr]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ζέφυρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοζέφῠρος:''' [[любящий дуновения зефира]] (λειμῶνες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοζέφυρος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ζέφυρον, δηλ. τὸν δυσμικὸν ἄνεμον, Ἀνθ. Π. 10. 16., 12. 195.
|lstext='''φῐλοζέφυρος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ζέφυρον, δηλ. τὸν δυσμικὸν ἄνεμον, Ἀνθ. Π. 10. 16., 12. 195.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime le zéphyr.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ζέφυρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει [[συνήθως]] ο [[ζέφυρος]] («φιλοζέφυροι λειμῶνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζέφυρος]] «[[δυτικός]] [[άνεμος]]»].
|mltxt=-ον, Α<br />(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει [[συνήθως]] ο [[ζέφυρος]] («φιλοζέφυροι λειμῶνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζέφυρος]] «[[δυτικός]] [[άνεμος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοζέφῠρος:''' -ον, αυτός που αγαπά το δυτικό άνεμο, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλο-ζέφῠρος, ον,<br />[[loving]] the [[west]] [[wind]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοζέφῠρος Medium diacritics: φιλοζέφυρος Low diacritics: φιλοζέφυρος Capitals: ΦΙΛΟΖΕΦΥΡΟΣ
Transliteration A: philozéphyros Transliteration B: philozephyros Transliteration C: filozefyros Beta Code: filoze/furos

English (LSJ)

φιλοζέφυρον, loving the west wind, ib. 10.16 (Theaet.), 12.195 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1279] den Westwind liebend; λειμῶνες Strat. 37 (XII, 195); γαλήνη Theaet. Schol. 2 (X, 16); Nonn. D. 11, 496.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le zéphyr.
Étymologie: φίλος, ζέφυρος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοζέφῠρος: любящий дуновения зефира (λειμῶνες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοζέφυρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ζέφυρον, δηλ. τὸν δυσμικὸν ἄνεμον, Ἀνθ. Π. 10. 16., 12. 195.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει συνήθως ο ζέφυρος («φιλοζέφυροι λειμῶνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ζέφυρος «δυτικός άνεμος»].

Greek Monotonic

φῐλοζέφῠρος: -ον, αυτός που αγαπά το δυτικό άνεμο, σε Ανθ.

Middle Liddell

φῐλο-ζέφῠρος, ον,
loving the west wind, Anth.