έγχος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔγχος]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[λόγχη]], [[ακόντιο]]<br /><b>2.</b> όπλο, [[ξίφος]]<br /><b>3.</b> στρατιωτική [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παράγωγο ενός ρηματικού θέματος (<b>πρβλ.</b> [[βέλος]]) ή για [[δάνειο]]. Η [[λέξη]] [[είναι]] αρχαϊκή και απαντά [[ευρέως]] στην [[Ιλιάδα]], [[αλλά]] αργότερα αντικαταστάθηκε [[κυρίως]] από τη λ. [[δόρυ]]].
|mltxt=[[ἔγχος]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[λόγχη]], [[ακόντιο]]<br /><b>2.</b> όπλο, [[ξίφος]]<br /><b>3.</b> στρατιωτική [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παράγωγο ενός ρηματικού θέματος (<b>πρβλ.</b> [[βέλος]]) ή για [[δάνειο]]. Η [[λέξη]] [[είναι]] αρχαϊκή και απαντά [[ευρέως]] στην [[Ιλιάδα]], [[αλλά]] αργότερα αντικαταστάθηκε [[κυρίως]] από τη λ. [[δόρυ]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἔγχος, το (Α)
1. λόγχη, ακόντιο
2. όπλο, ξίφος
3. στρατιωτική δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παράγωγο ενός ρηματικού θέματος (πρβλ. βέλος) ή για δάνειο. Η λέξη είναι αρχαϊκή και απαντά ευρέως στην Ιλιάδα, αλλά αργότερα αντικαταστάθηκε κυρίως από τη λ. δόρυ].