χειρότερος: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheiroteros | |Transliteration C=cheiroteros | ||
|Beta Code=xeiro/teros | |Beta Code=xeiro/teros | ||
|Definition=η, ον, Ep. for | |Definition=η, ον, Ep. for [[χείρων]], Il.15.513, 20.436, Hes.''Op.''127, Parm.8.24, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] poet. comp. = [[χείρων]], Hom. u. Hes. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] poet. comp. = [[χείρων]], Hom. u. Hes. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[χείρων]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειρότερος:''' эп. = [[χείρων]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειρότερος''': -α, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ [[χείρων]], ὑπ’ ἀνδράσι χειροτέροισιν Ἰλ. Ο. 513, Υ. 436, Ἡσίοδ., κλπ. | |lstext='''χειρότερος''': -α, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ [[χείρων]], ὑπ’ ἀνδράσι χειροτέροισιν Ἰλ. Ο. 513, Υ. 436, Ἡσίοδ., κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειρότερος:''' -α, -ον, Επικ. αντί [[χείρων]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |lsmtext='''χειρότερος:''' -α, -ον, Επικ. αντί [[χείρων]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χειρότερος]], η, ον [epic for [[χείρων]], Il., Hes.] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, Ep. for χείρων, Il.15.513, 20.436, Hes.Op.127, Parm.8.24, etc.
German (Pape)
[Seite 1346] poet. comp. = χείρων, Hom. u. Hes.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. χείρων.
Russian (Dvoretsky)
χειρότερος: эп. = χείρων.
Greek (Liddell-Scott)
χειρότερος: -α, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ χείρων, ὑπ’ ἀνδράσι χειροτέροισιν Ἰλ. Ο. 513, Υ. 436, Ἡσίοδ., κλπ.
English (Autenrieth)
= χείρων, Il. 20.436 and Il. 15.513.
Greek Monolingual
-η, -ο / χειρότερος, -τέρα, -ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α
πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ' ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τόσο το χειρότερο» — ακόμη χειρότερα
β) «όποιος δεν δει τα χειρότερα δεν θυμάται τα καλύτερα» — η σωστή εκτίμηση μιας κατάστασης γίνεται όταν τα πράγματα χειροτερέψουν.
επίρρ...
χειρότερα Ν
1. πιο κακά, πιο άσχημα, σε χαμηλότερη αξία ή ποιότητα
2. φρ. «και μη χειρότερα» — έκφραση σχετλιασμού για κάτι πολύ δυσάρεστο ή πολύ περίεργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων.
Greek Monotonic
χειρότερος: -α, -ον, Επικ. αντί χείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Middle Liddell
χειρότερος, η, ον [epic for χείρων, Il., Hes.]