πολλοστημόριος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(6)
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pollostimorios
|Transliteration C=pollostimorios
|Beta Code=pollosthmo/rios
|Beta Code=pollosthmo/rios
|Definition=ον, (μόριον) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a number of times smaller</b>, opp. <b class="b3">πολλαπλάσιος</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>147a26</span>, <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>1020b28</span>; πολλαπλάσιον ἢ π. τοῦ πρότερον <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1308b2</span>; τὸ π. <b class="b2">fraction</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Top.</span>125a9</span>; οὐδὲ π. ὧν σε δεῖ παθεῖν <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>1.1</span>, cf. Phld.<span class="title">Mus.</span>p.110 K.</span>
|Definition=πολλοστημόριον, ([[μόριον]]) [[a number of times smaller]], opp. [[πολλαπλάσιος]], Arist.''Top.''147a26, ''Metaph.''1020b28; πολλαπλάσιον ἢ π. τοῦ πρότερον Id.''Pol.''1308b2; τὸ π. [[fraction]], Id.''Top.''125a9; οὐδὲ π. ὧν σε δεῖ παθεῖν Luc.''DDeor.''1.1, cf. Phld.''Mus.''p.110 K.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0658.png Seite 658]] aus einem von vielen Theilen bestehend, sehr klein; dah. τὸ πολλοστημόριον, ein sehr kleiner, der geringste Theil, Arist. top. 2, 8; Plut. adv. Stoic. 14; τῆς τοῦ Ξέρξου δυνάμεως, Them. 16. Bei Thuc. 6, 86 ist πολλοστὸν [[μόριον]] richtige Lesart.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0658.png Seite 658]] aus einem von vielen Teilen bestehend, sehr klein; dah. τὸ πολλοστημόριον, ein sehr kleiner, der geringste Teil, Arist. top. 2, 8; Plut. adv. Stoic. 14; τῆς τοῦ Ξέρξου δυνάμεως, Them. 16. Bei Thuc. 6, 86 ist πολλοστὸν [[μόριον]] richtige Lesart.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n'est qu'une petite partie d'une chose ; τὸ πολλοστημόριον la petite partie d'un tout.<br />'''Étymologie:''' [[πολλοστός]], [[μόριον]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολλοστημόριος -ον &#91;[[πολλαστός]], [[μόριον]]] veel kleiner:; πολλοστημόριον τοῦ πρότερον veel minder waard dan vroeger Aristot. Pol. 1308b2; subst. τὸ πολλοστημόριον heel klein deel, fractie:. οὐδὲ πολλοστημόριον τοῦτο ὧν σε δεῖ παθεῖν dat is nog geen fractie van wat je verdient te ondergaan Luc. 79.5.1.
}}
{{elru
|elrutext='''πολλοστημόριος:''' [[составляющий крайне малую часть]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολλοστημόριος''': -ον, ([[μόριον]]) ὁ [[πολλάκις]] μικρότερος, ἀντίθετον τῷ [[πολλαπλάσιος]], Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 12, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1· πολλαπλάσιον ἢ π. τοῦ πρότερον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 8, 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 1. 1· ― τὸ π., [[μέρος]] ἀπείρως μικρόν, Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 10, καὶ διάφ. γραφ. (ἀντὶ πολλοστὸν [[μόριον]]) παρὰ Θουκ. 6. 86.
|lstext='''πολλοστημόριος''': -ον, ([[μόριον]]) ὁ [[πολλάκις]] μικρότερος, ἀντίθετον τῷ [[πολλαπλάσιος]], Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 12, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1· πολλαπλάσιον ἢ π. τοῦ πρότερον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 8, 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 1. 1· ― τὸ π., [[μέρος]] ἀπείρως μικρόν, Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 10, καὶ διάφ. γραφ. (ἀντὶ πολλοστὸν [[μόριον]]) παρὰ Θουκ. 6. 86.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’est qu’une petite partie d’une chose ; τὸ πολλοστημόριον la petite partie d’un tout.<br />'''Étymologie:''' [[πολλοστός]], [[μόριον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[πολλοστημόριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολλοστημόριο</i>(<i>ν</i>)<br />το ελάχιστο, το μικρότατο [[μέρος]] ενός όλου («οὐδὲ πολλοστημόριον τοῡτο ὧν σε δεῑ παθεῑν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />ο πολλές φορές [[μικρότερος]] («πολλαπλάσιον ἤ πολλοστημόριον τοῡ πρότερον», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολλοστός]] <span style="color: red;">+</span> [[μόριον]] (<b>πρβλ.</b> <i>δεκατη</i>-[[μόριον]], <i>τεταρτη</i>-[[μόριον]].
|mltxt=-ο / [[πολλοστημόριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολλοστημόριο</i>(<i>ν</i>)<br />το ελάχιστο, το μικρότατο [[μέρος]] ενός όλου («οὐδὲ πολλοστημόριον τοῦτο ὧν σε δεῖ παθεῖν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />ο πολλές φορές [[μικρότερος]] («πολλαπλάσιον ἤ πολλοστημόριον τοῦ πρότερον», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολλοστός]] <span style="color: red;">+</span> [[μόριον]] (<b>πρβλ.</b> <i>δεκατη</i>-[[μόριον]], <i>τεταρτη</i>-[[μόριον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολλοστημόριος:''' -ον, αυτός που είναι πολλές φορές [[μικρότερος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''πολλοστημόριος:''' -ον, αυτός που είναι πολλές φορές [[μικρότερος]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολλοστη-[[μόριος]], ον,<br />[[many]] times smaller, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλοστημόριος Medium diacritics: πολλοστημόριος Low diacritics: πολλοστημόριος Capitals: ΠΟΛΛΟΣΤΗΜΟΡΙΟΣ
Transliteration A: pollostēmórios Transliteration B: pollostēmorios Transliteration C: pollostimorios Beta Code: pollosthmo/rios

English (LSJ)

πολλοστημόριον, (μόριον) a number of times smaller, opp. πολλαπλάσιος, Arist.Top.147a26, Metaph.1020b28; πολλαπλάσιον ἢ π. τοῦ πρότερον Id.Pol.1308b2; τὸ π. fraction, Id.Top.125a9; οὐδὲ π. ὧν σε δεῖ παθεῖν Luc.DDeor.1.1, cf. Phld.Mus.p.110 K.

German (Pape)

[Seite 658] aus einem von vielen Teilen bestehend, sehr klein; dah. τὸ πολλοστημόριον, ein sehr kleiner, der geringste Teil, Arist. top. 2, 8; Plut. adv. Stoic. 14; τῆς τοῦ Ξέρξου δυνάμεως, Them. 16. Bei Thuc. 6, 86 ist πολλοστὸν μόριον richtige Lesart.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'est qu'une petite partie d'une chose ; τὸ πολλοστημόριον la petite partie d'un tout.
Étymologie: πολλοστός, μόριον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλοστημόριος -ον [πολλαστός, μόριον] veel kleiner:; πολλοστημόριον τοῦ πρότερον veel minder waard dan vroeger Aristot. Pol. 1308b2; subst. τὸ πολλοστημόριον heel klein deel, fractie:. οὐδὲ πολλοστημόριον τοῦτο ὧν σε δεῖ παθεῖν dat is nog geen fractie van wat je verdient te ondergaan Luc. 79.5.1.

Russian (Dvoretsky)

πολλοστημόριος: составляющий крайне малую часть Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πολλοστημόριος: -ον, (μόριον) ὁ πολλάκις μικρότερος, ἀντίθετον τῷ πολλαπλάσιος, Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 12, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1· πολλαπλάσιον ἢ π. τοῦ πρότερον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 8, 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 1. 1· ― τὸ π., μέρος ἀπείρως μικρόν, Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 10, καὶ διάφ. γραφ. (ἀντὶ πολλοστὸν μόριον) παρὰ Θουκ. 6. 86.

Greek Monolingual

-ο / πολλοστημόριος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το πολλοστημόριο(ν)
το ελάχιστο, το μικρότατο μέρος ενός όλου («οὐδὲ πολλοστημόριον τοῦτο ὧν σε δεῖ παθεῖν», Λουκιαν.)
αρχ.
ο πολλές φορές μικρότερος («πολλαπλάσιον ἤ πολλοστημόριον τοῦ πρότερον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολλοστός + μόριον (πρβλ. δεκατη-μόριον, τεταρτη-μόριον.

Greek Monotonic

πολλοστημόριος: -ον, αυτός που είναι πολλές φορές μικρότερος, σε Αριστ.

Middle Liddell

πολλοστη-μόριος, ον,
many times smaller, Arist.