κατάμεμπτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(5)
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katamemptos
|Transliteration C=katamemptos
|Beta Code=kata/memptos
|Beta Code=kata/memptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">blamed by all, abhorred</b>, γῆρας <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1235</span> (lyr.): neut. pl. as Adv., <b class="b3">οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον</b> ye have fared not <b class="b2">so as to have cause to find fault</b>, ib.<span class="bibl">1696</span> (lyr.).</span>
|Definition=κατάμεμπτον, [[blamed by all]], [[abhorred]], γῆρας [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1235 (lyr.): neuter plural as adverb, <b class="b3">οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον</b> ye have fared not [[so as to have cause to find fault]], ib.1696 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] tadelhaft, getadelt, Vorwürfen ausgesetzt; [[γῆρας]] Soph. O. C. 1236; adverbial, οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον 1693, ihr kamt nicht auf eine Weise, über die ihr euch beklagen könnt. Von
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] tadelhaft, getadelt, Vorwürfen ausgesetzt; [[γῆρας]] Soph. O. C. 1236; adverbial, οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον 1693, ihr kamt nicht auf eine Weise, über die ihr euch beklagen könnt. Von
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[méprisé]], [[méprisable]].<br />'''Étymologie:''' [[καταμέμφομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατάμεμπτος -ον, adj. verb. van καταμέμφομαι, afkeurenswaardig; n. plur. adv. κατάμεμπτα:. οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἔβητον de weg die jullie hebben afgelegd is niet afkeurenswaard Soph. OC 1696.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάμεμπτος:''' (всеми) порицаемый, т. е. тягостный, ужасный (τὸ [[γῆρας]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάμεμπτος''': -ον, [[ἄξιος]] μομφῆς, περιφρονήσεως, [[γῆρας]] κ. καὶ ἀπροσόμιλον Σοφ. Ο. Κ. 1235˙ οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἐβήτην, δὲν ἤλθετε ἐδῶ νὰ εὕρητε ἀφορμὴν πρὸς μομφήν, [[αὐτόθι]] 1695.
|lstext='''κατάμεμπτος''': -ον, [[ἄξιος]] μομφῆς, περιφρονήσεως, [[γῆρας]] κ. καὶ ἀπροσόμιλον Σοφ. Ο. Κ. 1235· οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἐβήτην, δὲν ἤλθετε ἐδῶ νὰ εὕρητε ἀφορμὴν πρὸς μομφήν, [[αὐτόθι]] 1695.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />méprisé, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[καταμέμφομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάμεμπτος:''' -ον, αξιοκατάκριτος από όλους, [[απεχθής]], σε Σοφ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ώστε να υπάρχει [[αφορμή]] για [[επίκριση]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κατάμεμπτος:''' -ον, αξιοκατάκριτος από όλους, [[απεχθής]], σε Σοφ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ώστε να υπάρχει [[αφορμή]] για [[επίκριση]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατάμεμπτος]], ον<br />blamed by all, abhorred, Soph.: neut. pl. as adv. so as to [[have]] [[cause]] to [[find]] [[fault]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 06:47, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμεμπτος Medium diacritics: κατάμεμπτος Low diacritics: κατάμεμπτος Capitals: ΚΑΤΑΜΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: katámemptos Transliteration B: katamemptos Transliteration C: katamemptos Beta Code: kata/memptos

English (LSJ)

κατάμεμπτον, blamed by all, abhorred, γῆρας S.OC1235 (lyr.): neuter plural as adverb, οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον ye have fared not so as to have cause to find fault, ib.1696 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1363] tadelhaft, getadelt, Vorwürfen ausgesetzt; γῆρας Soph. O. C. 1236; adverbial, οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον 1693, ihr kamt nicht auf eine Weise, über die ihr euch beklagen könnt. Von

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
méprisé, méprisable.
Étymologie: καταμέμφομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάμεμπτος -ον, adj. verb. van καταμέμφομαι, afkeurenswaardig; n. plur. adv. κατάμεμπτα:. οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἔβητον de weg die jullie hebben afgelegd is niet afkeurenswaard Soph. OC 1696.

Russian (Dvoretsky)

κατάμεμπτος: (всеми) порицаемый, т. е. тягостный, ужасный (τὸ γῆρας Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάμεμπτος: -ον, ἄξιος μομφῆς, περιφρονήσεως, γῆρας κ. καὶ ἀπροσόμιλον Σοφ. Ο. Κ. 1235· οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἐβήτην, δὲν ἤλθετε ἐδῶ νὰ εὕρητε ἀφορμὴν πρὸς μομφήν, αὐτόθι 1695.

Greek Monolingual

κατάμεμπτος, -ον (Α) καταμέμφομαι
αυτός που κατηγορείται ή καταφρονείται από όλους («γῆρας κατάμεμπτον», Σοφ.).

Greek Monotonic

κατάμεμπτος: -ον, αξιοκατάκριτος από όλους, απεχθής, σε Σοφ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ώστε να υπάρχει αφορμή για επίκριση, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κατάμεμπτος, ον
blamed by all, abhorred, Soph.: neut. pl. as adv. so as to have cause to find fault, Il.