περιοδεία: Difference between revisions

From LSJ

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periodeia
|Transliteration C=periodeia
|Beta Code=periodei/a
|Beta Code=periodei/a
|Definition=or περιοδ-ία, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">going round, circuit</b>, <span class="bibl">Str.8.6.3</span>,<span class="bibl">9.3.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">patrolling, rounds</b>, <span class="bibl">Aen.Tact.1.1</span> (pl.), al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">going through</b> a subject, <b class="b2">diligent study</b>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.4U.</span>: pl., ib.<span class="bibl">p.32</span> U.; π. φυσική Phld. <span class="title">Rh.</span>2.53 S. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> medical <b class="b2">practice, routine</b>, <b class="b3">ἐν π</b>. Gal.17(1).518; κατὰ τὴν π. ἐν Ῥώμη Id.14.295.</span>
|Definition=or [[περιοδία]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[going round]], [[circuit]], Str.8.6.3,9.3.1.<br><span class="bld">2</span> [[patrolling]], [[rounds]], Aen.Tact.1.1 (pl.), al.<br><span class="bld">II</span> [[going through]] a subject, [[diligent study]], Epicur.''Ep.''1p.4U.: pl., ib.p.32 U.; π. φυσική Phld. ''Rh.''2.53 S.<br><span class="bld">2</span> medical [[practice]], [[routine]], <b class="b3">ἐν π.</b> Gal.17(1).518; κατὰ τὴν π. ἐν Ῥώμη Id.14.295.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0584.png Seite 584]] ἡ, das Herumreisen, Herumgehen, der Umweg, Sp., wie Strab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0584.png Seite 584]] ἡ, das Herumreisen, Herumgehen, der Umweg, Sp., wie Strab.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />voyage <i>ou</i> exploration autour ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[tournée de patrouille]], [[ronde]];<br /><b>2</b> action de parcourir un pays, un livre, <i>etc.</i>, pour étudier.<br />'''Étymologie:''' [[περιοδεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιοδεία:''' ἡ [[прохождение]], [[изучение]] Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιοδεία''': ἢ -οδία (οὐχὶ ὀρθῶς), ἡ τὸ περιοδεύειν, Στράβ. 369, 417, Γαλην. 2) [[περιπόλησις]], [[κατόπτευσις]], Αἰν. Τακτ. 22. 26. ΙΙ. ἐμβριθὴς [[μελέτη]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 83. ΙΙΙ. ἰατρικὴ [[θεραπεία]], Ἐκκλ.
|lstext='''περιοδεία''': ἢ -οδία (οὐχὶ ὀρθῶς), ἡ τὸ περιοδεύειν, Στράβ. 369, 417, Γαλην. 2) [[περιπόλησις]], [[κατόπτευσις]], Αἰν. Τακτ. 22. 26. ΙΙ. ἐμβριθὴς [[μελέτη]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 83. ΙΙΙ. ἰατρικὴ [[θεραπεία]], Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />voyage <i>ou</i> exploration autour ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> tournée de patrouille, ronde;<br /><b>2</b> action de parcourir un pays, un livre, <i>etc.</i>, pour étudier.<br />'''Étymologie:''' [[περιοδεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και, εσφ. τ., [[περιοδία]], η, ΝΜΑ [[περιοδεύω]]<br />η [[μετακίνηση]] από [[τόπο]] σε [[τόπο]] για ορισμένο σκοπό (α. «προεκλογική [[περιοδεία]]» β. «[[περιοδεία]] για [[επιθεώρηση]] μονάδων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «καλλιτεχνική [[περιοδεία]]» — [[μετάβαση]] καλλιτέχνη, ομάδας καλλιτεχνών, θιάσων κ.ά. καλλιτεχνικών συγκροτημάτων από [[τόπο]] σε [[τόπο]] για εμφανίσεις ενώπιον του κοινού, [[τουρνέ]]·|| (μνσ.-αρχ.)<br /><b>1.</b> ιατρική [[φροντίδα]], [[θεραπεία]]<br /><b>2.</b> η περιοδική [[κίνηση]] τών ουράνιων σωμάτων<br /><b>3.</b> η [[μετακίνηση]] του επισκόπου για να επισκεφθεί τις ενορίες του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προσεκτική [[εξέταση]], [[εμβριθής]] [[μελέτη]]<br /><b>2.</b> [[κατόπτευση]].
|mltxt=και, εσφ. τ., [[περιοδία]], η, ΝΜΑ [[περιοδεύω]]<br />η [[μετακίνηση]] από [[τόπο]] σε [[τόπο]] για ορισμένο σκοπό (α. «προεκλογική [[περιοδεία]]» β. «[[περιοδεία]] για [[επιθεώρηση]] μονάδων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «καλλιτεχνική [[περιοδεία]]» — [[μετάβαση]] καλλιτέχνη, ομάδας καλλιτεχνών, θιάσων κ.ά. καλλιτεχνικών συγκροτημάτων από [[τόπο]] σε [[τόπο]] για εμφανίσεις ενώπιον του κοινού, [[τουρνέ]]·|| (μνσ.-αρχ.)<br /><b>1.</b> ιατρική [[φροντίδα]], [[θεραπεία]]<br /><b>2.</b> η περιοδική [[κίνηση]] τών ουράνιων σωμάτων<br /><b>3.</b> η [[μετακίνηση]] του επισκόπου για να επισκεφθεί τις ενορίες του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προσεκτική [[εξέταση]], [[εμβριθής]] [[μελέτη]]<br /><b>2.</b> [[κατόπτευση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιοδεία:''' ή -[[οδία]], ἡ ([[ὁδός]]), [[περιοδεία]], κυκλική [[διαδρομή]], σε Στράβ.
|lsmtext='''περιοδεία:''' ή -[[οδία]], ἡ ([[ὁδός]]), [[περιοδεία]], κυκλική [[διαδρομή]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-οδεία, ορ -οδία, ἡ, [[ὁδός]]<br />a [[circuit]], Strab.
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοδεία Medium diacritics: περιοδεία Low diacritics: περιοδεία Capitals: ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ
Transliteration A: periodeía Transliteration B: periodeia Transliteration C: periodeia Beta Code: periodei/a

English (LSJ)

or περιοδία, ἡ,
A going round, circuit, Str.8.6.3,9.3.1.
2 patrolling, rounds, Aen.Tact.1.1 (pl.), al.
II going through a subject, diligent study, Epicur.Ep.1p.4U.: pl., ib.p.32 U.; π. φυσική Phld. Rh.2.53 S.
2 medical practice, routine, ἐν π. Gal.17(1).518; κατὰ τὴν π. ἐν Ῥώμη Id.14.295.

German (Pape)

[Seite 584] ἡ, das Herumreisen, Herumgehen, der Umweg, Sp., wie Strab.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
voyage ou exploration autour ; particul. :
1 tournée de patrouille, ronde;
2 action de parcourir un pays, un livre, etc., pour étudier.
Étymologie: περιοδεύω.

Russian (Dvoretsky)

περιοδεία:прохождение, изучение Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

περιοδεία: ἢ -οδία (οὐχὶ ὀρθῶς), ἡ τὸ περιοδεύειν, Στράβ. 369, 417, Γαλην. 2) περιπόλησις, κατόπτευσις, Αἰν. Τακτ. 22. 26. ΙΙ. ἐμβριθὴς μελέτη, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 83. ΙΙΙ. ἰατρικὴ θεραπεία, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

και, εσφ. τ., περιοδία, η, ΝΜΑ περιοδεύω
η μετακίνηση από τόπο σε τόπο για ορισμένο σκοπό (α. «προεκλογική περιοδεία» β. «περιοδεία για επιθεώρηση μονάδων»)
νεοελλ.
φρ. «καλλιτεχνική περιοδεία» — μετάβαση καλλιτέχνη, ομάδας καλλιτεχνών, θιάσων κ.ά. καλλιτεχνικών συγκροτημάτων από τόπο σε τόπο για εμφανίσεις ενώπιον του κοινού, τουρνέ·

Greek Monotonic

περιοδεία: ή -οδία, ἡ (ὁδός), περιοδεία, κυκλική διαδρομή, σε Στράβ.

Middle Liddell

περι-οδεία, ορ -οδία, ἡ, ὁδός
a circuit, Strab.