πολύτεχνος: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polytechnos
|Transliteration C=polytechnos
|Beta Code=polu/texnos
|Beta Code=polu/texnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">skilled in many arts</b>, <b class="b3">πόλις</b> Aristeas 114; Σιδόνιοι <span class="bibl">Str.16.2.24</span>; π. ὑποθέσεις ἔργων <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>12</span>. Adv. <b class="b3">-νως, ἔχειν</b> Aristeas <span class="bibl">73</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">the work of many craftsmen</b>, δημιούργημα <span class="bibl">D.Chr.78.24</span>.</span>
|Definition=πολύτεχνον,<br><span class="bld">A</span> [[skilled in many arts]], [[πόλις]] Aristeas 114; Σιδόνιοι Str.16.2.24; π. ὑποθέσεις ἔργων Plu.''Per.''12. Adv. [[πολυτέχνως]], ἔχειν Aristeas 73.<br><span class="bld">II</span> [[the work of many craftsmen]], δημιούργημα D.Chr.78.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0674.png Seite 674]] von vielen Künsten, sich auf viele Künste verstehend, kunstreich, Sp.; – bei Plut. Pericl. 12 pass., sehr künstlich gearbeitet.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0674.png Seite 674]] von vielen Künsten, sich auf viele Künste verstehend, kunstreich, Sp.; – bei Plut. Pericl. 12 pass., sehr künstlich gearbeitet.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[habile en beaucoup d'arts]], [[très industrieux]];<br /><b>2</b> [[travaillé avec beaucoup d'art]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τέχνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύτεχνος:''' [[отделанный с большим искусством или требующий применения многих искусств]] (ὑποθέσεις ἔργων Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύτεχνος''': -ον, ὁ εἰς πολλὰς τέχνας ἠσκημένος, [[δεξιός]], Σιδόνιοι Στράβ. 757· πολυτέχνους ὑποθέσεις ἔργων, εἰς πολλὰς τέχνας ἀνηκουσῶν, Πλουτ. Περικλ. 12.
|lstext='''πολύτεχνος''': -ον, ὁ εἰς πολλὰς τέχνας ἠσκημένος, [[δεξιός]], Σιδόνιοι Στράβ. 757· πολυτέχνους ὑποθέσεις ἔργων, εἰς πολλὰς τέχνας ἀνηκουσῶν, Πλουτ. Περικλ. 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> habile en beaucoup d’arts, très industrieux;<br /><b>2</b> travaillé avec beaucoup d’art.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τέχνη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο/[[πολύτεχνος]], -ον, ΝΑ<br />[[επιδέξιος]] ή ασκημένος σε πολλές τέχνες, [[πολυτεχνίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πολύτεχνα έργα»<br /><b>μουσ.</b> ([[κατά]] την περίοδο [[μετά]] τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) έργα που συνδυάζουν τεχνικές από διάφορες τέχνες σε μια [[συνεργασία]] αρμονική<br />β) «πολύτεχνα [[μέσα]]» ή «πολυσχιδή [[μέσα]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[σύστημα]] ηλεκτρονικής πληροφόρησης το οποίο συνδυάζει την [[ένωση]] ανεξάρτητων [[μεταξύ]] τους μέσων ενημέρωσης, όπως λ.χ. κειμένου, σχημάτων, εικόνων που παράγονται από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, εικόνων από το βίντεο και ήχου, με τις δυνατότητες ελέγχου και επεξεργασίας τών πληροφοριών αυτών από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τέχνες<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος με πολλή [[τέχνη]], [[πολυτεχνής]] («πολύτεχνον [[δημιούργημα]]», Δίων Χρυσ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυτέχνως]] ΝΜΑ<br />με πολύτεχνο τρόπο, με πολλή [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομό</i>-<i>τεχνος</i>].
|mltxt=-η, -ο/[[πολύτεχνος]], -ον, ΝΑ<br />[[επιδέξιος]] ή ασκημένος σε πολλές τέχνες, [[πολυτεχνίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πολύτεχνα έργα»<br /><b>μουσ.</b> ([[κατά]] την περίοδο [[μετά]] τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) έργα που συνδυάζουν τεχνικές από διάφορες τέχνες σε μια [[συνεργασία]] αρμονική<br />β) «πολύτεχνα [[μέσα]]» ή «πολυσχιδή [[μέσα]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[σύστημα]] ηλεκτρονικής πληροφόρησης το οποίο συνδυάζει την [[ένωση]] ανεξάρτητων [[μεταξύ]] τους μέσων ενημέρωσης, όπως λ.χ. κειμένου, σχημάτων, εικόνων που παράγονται από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, εικόνων από το βίντεο και ήχου, με τις δυνατότητες ελέγχου και επεξεργασίας τών πληροφοριών αυτών από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τέχνες<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος με πολλή [[τέχνη]], [[πολυτεχνής]] («πολύτεχνον [[δημιούργημα]]», Δίων Χρυσ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυτέχνως]] ΝΜΑ<br />με πολύτεχνο τρόπο, με πολλή [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[ομότεχνος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύτεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), [[επιτήδειος]], [[ικανός]], σε πολλές τέχνες, σε Στράβ.
|lsmtext='''πολύτεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), [[επιτήδειος]], [[ικανός]], σε πολλές τέχνες, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύτεχνος]], ον, [[τέχνη]]<br />[[skilled]] in [[many]] arts, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτεχνος Medium diacritics: πολύτεχνος Low diacritics: πολύτεχνος Capitals: ΠΟΛΥΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: polýtechnos Transliteration B: polytechnos Transliteration C: polytechnos Beta Code: polu/texnos

English (LSJ)

πολύτεχνον,
A skilled in many arts, πόλις Aristeas 114; Σιδόνιοι Str.16.2.24; π. ὑποθέσεις ἔργων Plu.Per.12. Adv. πολυτέχνως, ἔχειν Aristeas 73.
II the work of many craftsmen, δημιούργημα D.Chr.78.24.

German (Pape)

[Seite 674] von vielen Künsten, sich auf viele Künste verstehend, kunstreich, Sp.; – bei Plut. Pericl. 12 pass., sehr künstlich gearbeitet.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 habile en beaucoup d'arts, très industrieux;
2 travaillé avec beaucoup d'art.
Étymologie: πολύς, τέχνη.

Russian (Dvoretsky)

πολύτεχνος: отделанный с большим искусством или требующий применения многих искусств (ὑποθέσεις ἔργων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύτεχνος: -ον, ὁ εἰς πολλὰς τέχνας ἠσκημένος, δεξιός, Σιδόνιοι Στράβ. 757· πολυτέχνους ὑποθέσεις ἔργων, εἰς πολλὰς τέχνας ἀνηκουσῶν, Πλουτ. Περικλ. 12.

Greek Monolingual

-η, -ο/πολύτεχνος, -ον, ΝΑ
επιδέξιος ή ασκημένος σε πολλές τέχνες, πολυτεχνίτης
νεοελλ.
φρ. α) «πολύτεχνα έργα»
μουσ. (κατά την περίοδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) έργα που συνδυάζουν τεχνικές από διάφορες τέχνες σε μια συνεργασία αρμονική
β) «πολύτεχνα μέσα» ή «πολυσχιδή μέσα»
τεχνολ. σύστημα ηλεκτρονικής πληροφόρησης το οποίο συνδυάζει την ένωση ανεξάρτητων μεταξύ τους μέσων ενημέρωσης, όπως λ.χ. κειμένου, σχημάτων, εικόνων που παράγονται από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, εικόνων από το βίντεο και ήχου, με τις δυνατότητες ελέγχου και επεξεργασίας τών πληροφοριών αυτών από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τέχνες
2. κατασκευασμένος με πολλή τέχνη, πολυτεχνής («πολύτεχνον δημιούργημα», Δίων Χρυσ.).
επίρρ...
πολυτέχνως ΝΜΑ
με πολύτεχνο τρόπο, με πολλή τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ομότεχνος].

Greek Monotonic

πολύτεχνος: -ον (τέχνη), επιτήδειος, ικανός, σε πολλές τέχνες, σε Στράβ.

Middle Liddell

πολύτεχνος, ον, τέχνη
skilled in many arts, Strab.