προσόμουρος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosomouros
|Transliteration C=prosomouros
|Beta Code=proso/mouros
|Beta Code=proso/mouros
|Definition=ον, Ion. for <b class="b3">Προσόμορος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">adjacent</b>, τισι <span class="bibl">Hdt.4.173</span>.</span>
|Definition=προσόμουρον, Ion. for [[Προσόμορος]], [[adjacent]], τισι [[Herodotus|Hdt.]]4.173.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0774.png Seite 774]] ion. für προσόμορος, angränzend, benachbart, τινί, Her. 4, 173.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0774.png Seite 774]] ion. für προσόμορος, angränzend, benachbart, τινί, Her. 4, 173.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προσόμουρος''': -ον, Ἰων. ἀντὶ προσόμορος, ([[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ), ὡς τὸ [[πρόσουρος]], γειτνιάζων, παρακείμενος, γειτονικός, τινι Ἡρόδ. 4. 173.
|btext=ος, ον :<br />[[limitrophe]].<br />'''Étymologie:''' ion. c. *προσόμορος, de [[πρός]], [[ὅμορος]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=ος, ον :<br />limitrophe.<br />'''Étymologie:''' ion. c. *προσόμορος, de [[πρός]], [[ὅμορος]].
|elnltext=προσόμουρος -ον &#91;[[πρός]], [[ὅμορος]]] Ion., aangrenzend.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσόμουρος:''' -ον, Ιων. αντί <i>προσόμορος</i>, [[γειτονικός]], [[διπλανός]], [[παρακείμενος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσόμουρος:''' -ον, Ιων. αντί <i>προσόμορος</i>, [[γειτονικός]], [[διπλανός]], [[παρακείμενος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{ls
|lstext='''προσόμουρος''': -ον, Ἰων. ἀντὶ προσόμορος, ([[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ), ὡς τὸ [[πρόσουρος]], γειτνιάζων, παρακείμενος, γειτονικός, τινι Ἡρόδ. 4. 173.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-όμουρος, ον, [ionic for προσόμορος ([[which]] does not [[occur]])]<br />[[adjoining]], [[adjacent]], τινί Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσόμουρος Medium diacritics: προσόμουρος Low diacritics: προσόμουρος Capitals: ΠΡΟΣΟΜΟΥΡΟΣ
Transliteration A: prosómouros Transliteration B: prosomouros Transliteration C: prosomouros Beta Code: proso/mouros

English (LSJ)

προσόμουρον, Ion. for Προσόμορος, adjacent, τισι Hdt.4.173.

German (Pape)

[Seite 774] ion. für προσόμορος, angränzend, benachbart, τινί, Her. 4, 173.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
limitrophe.
Étymologie: ion. c. *προσόμορος, de πρός, ὅμορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσόμουρος -ον [πρός, ὅμορος] Ion., aangrenzend.

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ. όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὅμουρος, ιων. τ. του ὅμορος «γειτονικός»].

Greek Monotonic

προσόμουρος: -ον, Ιων. αντί προσόμορος, γειτονικός, διπλανός, παρακείμενος, τινι, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσόμουρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ προσόμορος, (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), ὡς τὸ πρόσουρος, γειτνιάζων, παρακείμενος, γειτονικός, τινι Ἡρόδ. 4. 173.

Middle Liddell

προσ-όμουρος, ον, [ionic for προσόμορος (which does not occur)]
adjoining, adjacent, τινί Hdt.