τετράρρυμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetrarrymos
|Transliteration C=tetrarrymos
|Beta Code=tetra/rrumos
|Beta Code=tetra/rrumos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with four poles</b>, i.e. <b class="b2">eight-horsed</b>, ἅρμα <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.51</span>, <span class="bibl">6.4.2</span>, Philostr.<b class="b2">V A</b>2.42. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τετράρυμον ἄμφοδον</b> = <b class="b2">complitus</b> (sic), <span class="title">Gloss.</span> (from <b class="b3">ῥύμη</b> <b class="b2">street</b>).</span>
|Definition=τετράρρυμον,<br><span class="bld">A</span> [[with four poles]], i.e. [[eight-horsed]], [[ἅρμα]] [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.1.51, 6.4.2, Philostr. V A2.42.<br><span class="bld">II</span> [[τετράρυμον ἄμφοδον]] = [[compitus]] ''Glossaria'', [[city block]], [[block of buildings surrounded by four streets]], (from [[ῥύμη]] [[street]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre timons ; à huit chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[ῥυμός]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>mit vier Deichseln, [[achtspännig]]</i>, Xen. <i>Cyr</i>. 6.1.51.
}}
{{elru
|elrutext='''τετράρρῡμος:''' с четырьмя дышлами, т. е. запряженный восьмеркой лошадей ([[ἅρμα]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράρρῡμος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥυμούς, δηλ. ὀκτὼ ἵππους, συνεζεύξατο δὲ τὸ [[ἑαυτοῦ]] ἅρμα τετράρρυμόν τε καὶ ἐξ ἵππων ὀκτὼ Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51., 4, 2˙ [[ὡσαύτως]] τετράρῡμος.
|lstext='''τετράρρῡμος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥυμούς, δηλ. ὀκτὼ ἵππους, συνεζεύξατο δὲ τὸ [[ἑαυτοῦ]] ἅρμα τετράρρυμόν τε καὶ ἐξ ἵππων ὀκτὼ Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51., 4, 2˙ [[ὡσαύτως]] τετράρῡμος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre timons ; à huit chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[ῥυμός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ρυμούς και [[οκτώ]] ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... [[ἅρμα]] τετράρρυμόν τε και ἵππων [[ὀκτώ]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυμός]] «[[τιμόνι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>ρρυμος</i>)].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ρυμούς και [[οκτώ]] ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... [[ἅρμα]] τετράρρυμόν τε και ἵππων [[ὀκτώ]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυμός]] «[[τιμόνι]]» (<b>πρβλ.</b> [[πολύρρυμος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετράρρῡμος:''' -ον, αυτός που έχει [[τέσσερις]] πώλους, δηλ. [[οκτώ]] άλογα, σε Ξεν.
|lsmtext='''τετράρρῡμος:''' -ον, αυτός που έχει [[τέσσερις]] πώλους, δηλ. [[οκτώ]] άλογα, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετράρ-ρῡμος, ον,<br />with [[four]] poles, i. e. [[eight]]-[[horsed]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράρρῡμος Medium diacritics: τετράρρυμος Low diacritics: τετράρρυμος Capitals: ΤΕΤΡΑΡΡΥΜΟΣ
Transliteration A: tetrárrymos Transliteration B: tetrarrymos Transliteration C: tetrarrymos Beta Code: tetra/rrumos

English (LSJ)

τετράρρυμον,
A with four poles, i.e. eight-horsed, ἅρμα X.Cyr.6.1.51, 6.4.2, Philostr. V A2.42.
II τετράρυμον ἄμφοδον = compitus Glossaria, city block, block of buildings surrounded by four streets, (from ῥύμη street).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre timons ; à huit chevaux.
Étymologie: τέσσαρες, ῥυμός.

German (Pape)

[ῡ], mit vier Deichseln, achtspännig, Xen. Cyr. 6.1.51.

Russian (Dvoretsky)

τετράρρῡμος: с четырьмя дышлами, т. е. запряженный восьмеркой лошадей (ἅρμα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράρρῡμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥυμούς, δηλ. ὀκτὼ ἵππους, συνεζεύξατο δὲ τὸ ἑαυτοῦ ἅρμα τετράρρυμόν τε καὶ ἐξ ἵππων ὀκτὼ Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51., 4, 2˙ ὡσαύτως τετράρῡμος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις ρυμούς και οκτώ ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... ἅρμα τετράρρυμόν τε και ἵππων ὀκτώ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ῥυμός «τιμόνι» (πρβλ. πολύρρυμος)].

Greek Monotonic

τετράρρῡμος: -ον, αυτός που έχει τέσσερις πώλους, δηλ. οκτώ άλογα, σε Ξεν.

Middle Liddell

τετράρ-ρῡμος, ον,
with four poles, i. e. eight-horsed, Xen.