χαριτοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6)
mNo edit summary
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=charitovlefaros
|Transliteration C=charitovlefaros
|Beta Code=xaritoble/faros
|Beta Code=xaritoble/faros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with eyelids</b> or <b class="b2">eyes like the Charites</b>, ὄμματα <span class="title">IG</span>3.1376; Com., μᾶζα χ. <span class="bibl">Eub.112.4</span> (lyr.); of a person, <span class="title">MAMA</span>4.133 (Metropolis, ii A. D.); applied to Demetrius of Phalerum, Hsch. Mil.<span class="title">Fr.</span>7.17M. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Subst., a plant, used in philtres, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span> 13.142</span>.</span>
|Definition=χαριτοβλέφαρον,<br><span class="bld">A</span> [[with eyelids like the Charites]] or [[with eyes like the Charites]], ὄμματα ''IG''3.1376; Com., μᾶζα χ. Eub.112.4 (lyr.); of a person, ''MAMA''4.133 (Metropolis, ii A. D.); applied to Demetrius of Phalerum, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] Mil.''Fr.''7.17M.<br><span class="bld">2</span> Subst., a plant, used in philtres, Plin.''HN'' 13.142.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] mit anmuthigen, holden Augenlidern, anmuthig blickend, ὄμματα, Ep. ad. 721 a (App. 209); komisch auch [[μᾶζα]], Eubul. bei Ath. XV, 685 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] mit anmutigen, holden Augenlidern, anmutig blickend, ὄμματα, Ep. ad. 721 a (App. 209); komisch auch [[μᾶζα]], Eubul. bei Ath. XV, 685 e.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[aux paupières gracieuses]], [[aux beaux yeux]].<br />'''Étymologie:''' [[χάρις]], [[βλέφαρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰρῐτοβλέφᾰρος:''' [[с прекрасными ресницами]] (ὄμματα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χαρῐτοβλέφαρος''': -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὅμοια πρὸς τὰ τῶν Χαρίτων, ὄμματα Ἀνθ. Π. παράρτ. 209· κωμικῶς, [[μᾶζα]] χ. Εὔβουλος ἐν «Τίτθαις» 2. 2) ὡς οὐσιαστ., [[φυτόν]] τι χρήσιμον εἰς παρασκευὴν φίλτρων, ἴδε Πλίν. 13. 25.
|lstext='''χαρῐτοβλέφαρος''': -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὅμοια πρὸς τὰ τῶν Χαρίτων, ὄμματα Ἀνθ. Π. παράρτ. 209· κωμικῶς, [[μᾶζα]] χ. Εὔβουλος ἐν «Τίτθαις» 2. 2) ὡς οὐσιαστ., [[φυτόν]] τι χρήσιμον εἰς παρασκευὴν φίλτρων, ἴδε Πλίν. 13. 25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux paupières gracieuses, aux beaux yeux.<br />'''Étymologie:''' [[χάρις]], [[βλέφαρον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[βλέμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαριτοβλέφαρον</i> [[φυτό]] που χρησίμευε για την [[παρασκευή]] φίλτρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἰο</i>-<i>βλέφαρος</i>, <i>καλλι</i>-<i>βλέφαρος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[βλέμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαριτοβλέφαρον</i> [[φυτό]] που χρησίμευε για την [[παρασκευή]] φίλτρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), [[πρβλ]]. [[ἰοβλέφαρος]], [[καλλιβλέφαρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χᾰρῐτοβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), με βλέφαρα ή μάτια όπως οι Χάριτες, σε Ανθ.
|lsmtext='''χᾰρῐτοβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), με βλέφαρα ή μάτια όπως οι Χάριτες, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χαρῐτο-βλέφᾰρος, ον, [[βλέφαρον]]<br />with eyelids or eyes like the [[Charites]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 13:52, 15 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρῐτοβλέφᾰρος Medium diacritics: χαριτοβλέφαρος Low diacritics: χαριτοβλέφαρος Capitals: ΧΑΡΙΤΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: charitoblépharos Transliteration B: charitoblepharos Transliteration C: charitovlefaros Beta Code: xaritoble/faros

English (LSJ)

χαριτοβλέφαρον,
A with eyelids like the Charites or with eyes like the Charites, ὄμματα IG3.1376; Com., μᾶζα χ. Eub.112.4 (lyr.); of a person, MAMA4.133 (Metropolis, ii A. D.); applied to Demetrius of Phalerum, Hsch. Mil.Fr.7.17M.
2 Subst., a plant, used in philtres, Plin.HN 13.142.

German (Pape)

[Seite 1339] mit anmutigen, holden Augenlidern, anmutig blickend, ὄμματα, Ep. ad. 721 a (App. 209); komisch auch μᾶζα, Eubul. bei Ath. XV, 685 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux paupières gracieuses, aux beaux yeux.
Étymologie: χάρις, βλέφαρον.

Russian (Dvoretsky)

χᾰρῐτοβλέφᾰρος: с прекрасными ресницами (ὄμματα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χαρῐτοβλέφαρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὅμοια πρὸς τὰ τῶν Χαρίτων, ὄμματα Ἀνθ. Π. παράρτ. 209· κωμικῶς, μᾶζα χ. Εὔβουλος ἐν «Τίτθαις» 2. 2) ὡς οὐσιαστ., φυτόν τι χρήσιμον εἰς παρασκευὴν φίλτρων, ἴδε Πλίν. 13. 25.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων
2. αυτός που έχει ωραίο βλέμμα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτοβλέφαρον φυτό που χρησίμευε για την παρασκευή φίλτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἰοβλέφαρος, καλλιβλέφαρος].

Greek Monotonic

χᾰρῐτοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), με βλέφαρα ή μάτια όπως οι Χάριτες, σε Ανθ.

Middle Liddell

χαρῐτο-βλέφᾰρος, ον, βλέφαρον
with eyelids or eyes like the Charites, Anth.