τιθηνός: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(4b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tithinos
|Transliteration C=tithinos
|Beta Code=tiqhno/s
|Beta Code=tiqhno/s
|Definition=όν, (θῆσθαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">nursing</b>, χθών Lyc.1398; <b class="b3">πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς</b> repaying thee nurture for thy <b class="b2">nursing</b> labours, i.e. rewarding thee for thy trouble in nursing me, <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1230</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">τιθηνός, ὁ</b>, <b class="b2">one who nurses</b> or brings up, <b class="b2">foster-father</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Nu.</span> 11.12</span>, al., <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>31</span>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>54.1</span>, etc.; τ. τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>1568.2</span> (ii B.C.): also <b class="b3">τιθηνός, ἡ,</b> = [[τιθήνη]], Anon. ap. Longin. 44.2, Plu.2.322c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">nursling</b>, παῖδα τιθηνόν <span class="title">IG</span>14.1437.</span>
|Definition=τιθηνόν, ([[θῆσθαι]])<br><span class="bld">A</span> [[nursing]], χθών Lyc.1398; <b class="b3">πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς</b> repaying thee nurture for thy [[nursing]] labours, i.e. rewarding thee for thy trouble in nursing me, E.''IA''1230.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[τιθηνός]], ὁ, [[one who nurses]] or brings up, [[foster-father]], [[LXX]] ''Nu.'' 11.12, al., Nic.''Al.''31, Orph.''H.''54.1, etc.; τ. τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως ''Sammelb.''1568.2 (ii B.C.): also <b class="b3">τιθηνός, ἡ,</b> = [[τιθήνη]], Anon. ap. Longin. 44.2, Plu.2.322c.<br><span class="bld">2</span> [[nursling]], παῖδα τιθηνόν ''IG''14.1437.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α [[τιθήνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αναλάβει την [[ανατροφή]] μικρού παιδιού, [[τροφός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δέχεται τις περιποιήσεις του ή της τροφού, ο γαλουχούμενος («παῑδα τιθηνόν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τιθηνός]]<br />[[άτομο]] που ασχολείται με την [[ανατροφή]] μικρού παιδιού ή αυτός που έχει αναλάβει την επιμέλειά του<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[τιθηνός]]<br />[[παραμάννα]] μικρού παιδιού, [[τροφός]].
|mltxt=-όν, Α [[τιθήνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αναλάβει την [[ανατροφή]] μικρού παιδιού, [[τροφός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δέχεται τις περιποιήσεις του ή της τροφού, ο γαλουχούμενος («παῖδα τιθηνόν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[τιθηνός]]<br />[[άτομο]] που ασχολείται με την [[ανατροφή]] μικρού παιδιού ή αυτός που έχει αναλάβει την επιμέλειά του<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[τιθηνός]]<br />[[παραμάννα]] μικρού παιδιού, [[τροφός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τῐθηνός:''' <b class="num">I</b> ὁ и ἡ кормилец, кормилица или воспитатель(ница) Pind., Plut.<br />питающий (τροφαί Eur.).
|elrutext='''τῐθηνός:'''<br /><b class="num">I</b> ὁ и ἡ [[кормилец]], [[кормилица]] или [[воспитатель]], [[воспитательница]] Pind., Plut.<br />[[питающий]] (τροφαί Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῐθηνός, όν [*θάω, with redupl.]<br />[[nursing]], πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς repaying thee [[nursing]] [[tendance]] for [[nursing]] labours, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθηνός Medium diacritics: τιθηνός Low diacritics: τιθηνός Capitals: ΤΙΘΗΝΟΣ
Transliteration A: tithēnós Transliteration B: tithēnos Transliteration C: tithinos Beta Code: tiqhno/s

English (LSJ)

τιθηνόν, (θῆσθαι)
A nursing, χθών Lyc.1398; πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς repaying thee nurture for thy nursing labours, i.e. rewarding thee for thy trouble in nursing me, E.IA1230.
II Subst. τιθηνός, ὁ, one who nurses or brings up, foster-father, LXX Nu. 11.12, al., Nic.Al.31, Orph.H.54.1, etc.; τ. τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως Sammelb.1568.2 (ii B.C.): also τιθηνός, ἡ, = τιθήνη, Anon. ap. Longin. 44.2, Plu.2.322c.
2 nursling, παῖδα τιθηνόν IG14.1437.

German (Pape)

[Seite 1113] wartend, nährend, pflegend; πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς, Eur. I. A. 1230; als subst. der Pfleger oder Erzieher, Nic. Al. 31; Plut. Pomp. 77; auch ἡ τιθηνός, Pind. fr. 14.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui allaite, qui nourrit ; qui paie, qui compense, gén..
Étymologie: R. Θα, sucer, avec redoubl. ; cf. τιθήνη, lat. fello ; sur θ‖f, cf. θήρ‖fera, θύρα‖fores.

Greek Monolingual

-όν, Α τιθήνη
1. αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή μικρού παιδιού, τροφός
2. αυτός που δέχεται τις περιποιήσεις του ή της τροφού, ο γαλουχούμενος («παῖδα τιθηνόν», επιγρ.)
3. το αρσ. ως ουσ.τιθηνός
άτομο που ασχολείται με την ανατροφή μικρού παιδιού ή αυτός που έχει αναλάβει την επιμέλειά του
4. το θηλ. ως ουσ.τιθηνός
παραμάννα μικρού παιδιού, τροφός.

Greek Monotonic

τῐθηνός: -όν (*θάω, με αναδιπλ.) τροφός, πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς, ανταποδίδοντάς σου τις φροντίδες περίθαλψής, για τους κόπους που κατέβαλες για τη δική μου περίθαλψη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τῐθηνός:
I ὁ и ἡ кормилец, кормилица или воспитатель, воспитательница Pind., Plut.
питающий (τροφαί Eur.).

Middle Liddell

τῐθηνός, όν [*θάω, with redupl.]
nursing, πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς repaying thee nursing tendance for nursing labours, Eur.