Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιτραῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=litraios
|Transliteration C=litraios
|Beta Code=litrai=os
|Beta Code=litrai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">weighing</b> or <b class="b2">worth a</b> λίτρα, χείλη <span class="title">AP</span>11.204 (Pall.), cf. Gal.13.415. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">λ. κέρας</b> a drinking-cup <b class="b2">holding</b> 1 <b class="b3">λίτρα</b>, ib.435.</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[weighing]] or [[worth a]] λίτρα, χείλη ''AP''11.204 (Pall.), cf. Gal.13.415.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">λ. κέρας</b> a [[drinking]]-[[cup]] [[holding]] 1 [[λίτρα]], ib.435.
}}
{{bailly
|btext=αία, αῖον;<br />qui pèse <i>ou</i> ne pèse qu'une livre.<br />'''Étymologie:''' [[λίτρα]].
}}
{{pape
|ptext== [[λιτριαῖος]], Pallad. 39 (XI.204), χείλη.
}}
{{elru
|elrutext='''λιτραῖος:''' [[весящий римский фунт]], [[фунтовый]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῑτραῖος''': -α, -ον, ζυγίζων ἢ ἀξίζων μίαν λίτραν, Λατ. libralis, Ἀνθ. Π. 11. 204, Γαλην. 13. 657· οὕτω, λιτριαῖος, Διον. Ἁλ. 9. 27· ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 545.
|lstext='''λῑτραῖος''': -α, -ον, ζυγίζων ἢ ἀξίζων μίαν λίτραν, Λατ. libralis, Ἀνθ. Π. 11. 204, Γαλην. 13. 657· οὕτω, λιτριαῖος, Διον. Ἁλ. 9. 27· ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 545.
}}
{{bailly
|btext=αία, αῖον;<br />qui pèse <i>ou</i> ne pèse qu’une livre.<br />'''Étymologie:''' [[λίτρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=λιτραῑος, -αία, -ον (Α) [[λίτρα]]·1. αυτός που ζυγίζει ή αξίζει μία [[λίτρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[χωρητικότητα]] μιας λίτρας.
|mltxt=λιτραῖος, -αία, -ον (Α) [[λίτρα]]·1. αυτός που ζυγίζει ή αξίζει μία [[λίτρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[χωρητικότητα]] μιας λίτρας.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῑτραῖος:''' -α, -ον, αυτός που ζυγίζει ή αξίζει όσο μια [[λίτρα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λῑτραῖος:''' -α, -ον, αυτός που ζυγίζει ή αξίζει όσο μια [[λίτρα]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''λιτραῖος:''' весящий римский фунт, фунтовый Anth.
|mdlsjtxt=λῑτραῖος, η, ον<br />[[weighing]] or [[worth]] a [[λίτρα]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιτραῖος Medium diacritics: λιτραῖος Low diacritics: λιτραίος Capitals: ΛΙΤΡΑΙΟΣ
Transliteration A: litraîos Transliteration B: litraios Transliteration C: litraios Beta Code: litrai=os

English (LSJ)

α, ον,
A weighing or worth a λίτρα, χείλη AP11.204 (Pall.), cf. Gal.13.415.
II λ. κέρας a drinking-cup holding 1 λίτρα, ib.435.

French (Bailly abrégé)

αία, αῖον;
qui pèse ou ne pèse qu'une livre.
Étymologie: λίτρα.

German (Pape)

λιτριαῖος, Pallad. 39 (XI.204), χείλη.

Russian (Dvoretsky)

λιτραῖος: весящий римский фунт, фунтовый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτραῖος: -α, -ον, ζυγίζων ἢ ἀξίζων μίαν λίτραν, Λατ. libralis, Ἀνθ. Π. 11. 204, Γαλην. 13. 657· οὕτω, λιτριαῖος, Διον. Ἁλ. 9. 27· ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 545.

Greek Monolingual

λιτραῖος, -αία, -ον (Α) λίτρα·1. αυτός που ζυγίζει ή αξίζει μία λίτρα
2. αυτός που έχει χωρητικότητα μιας λίτρας.

Greek Monotonic

λῑτραῖος: -α, -ον, αυτός που ζυγίζει ή αξίζει όσο μια λίτρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῑτραῖος, η, ον
weighing or worth a λίτρα, Anth.