προσφόρημα: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosforima
|Transliteration C=prosforima
|Beta Code=prosfo/rhma
|Beta Code=prosfo/rhma
|Definition=ατος, τό,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> προσφορά <span class="bibl">111.2</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>423</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,= [[προσφορά]] ([[victuals]]) ΙΙΙ.2, E.El.423.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0787.png Seite 787]] τό, = [[προσφορά]]; πολλά τοι ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα, Eur. El. 423.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0787.png Seite 787]] τό, = [[προσφορά]]; πολλά τοι ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα, Eur. El. 423.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[nourriture]], [[assaisonnement]].<br />'''Étymologie:''' [[προσφορέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσφόρημα -ατος, τό [προσφορέω] [[voedsel]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσφόρημα:''' ατος τό пища, еда Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσφόρημα''': τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12.
|lstext='''προσφόρημα''': τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />nourriture, assaisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[προσφορέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[προσφορῶ]]<br />[[τροφή]], τρόφιμα.
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[προσφορέω]], προσφορῶ<br />[[τροφή]], τρόφιμα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσφόρημα:''' -ατος, τό, τα χρειώδη, [[τροφή]], τρόφιμα, σε Ευρ.
|lsmtext='''προσφόρημα:''' -ατος, τό, τα χρειώδη, [[τροφή]], τρόφιμα, σε Ευρ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=προσφόρημα -ατος, τό [προσφορέω] voedsel.
|mdlsjtxt=[[προσφόρημα]], ατος, τό,<br />that [[which]] is set [[before]] one, [[victuals]], Eur.
}}
{{elru
|elrutext='''προσφόρημα:''' ατος τό пища, еда Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφόρημα Medium diacritics: προσφόρημα Low diacritics: προσφόρημα Capitals: ΠΡΟΣΦΟΡΗΜΑ
Transliteration A: prosphórēma Transliteration B: prosphorēma Transliteration C: prosforima Beta Code: prosfo/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό,= προσφορά (victuals) ΙΙΙ.2, E.El.423.

German (Pape)

[Seite 787] τό, = προσφορά; πολλά τοι ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα, Eur. El. 423.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourriture, assaisonnement.
Étymologie: προσφορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσφόρημα -ατος, τό [προσφορέω] voedsel.

Russian (Dvoretsky)

προσφόρημα: ατος τό пища, еда Eur.

Greek (Liddell-Scott)

προσφόρημα: τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α προσφορέω, προσφορῶ
τροφή, τρόφιμα.

Greek Monotonic

προσφόρημα: -ατος, τό, τα χρειώδη, τροφή, τρόφιμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

προσφόρημα, ατος, τό,
that which is set before one, victuals, Eur.