στρεφεδινέω: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strefedineo
|Transliteration C=strefedineo
|Beta Code=strefedine/w
|Beta Code=strefedine/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">spin, whirl round</b>:—Pass., <b class="b2">spin round and round</b>, <b class="b3">στρεφεδίνηθεν δέ οἱ ὄσσε</b>, of one stunned by a blow, <span class="bibl">Il.16.792</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> intr. in Act., <b class="b2">spin, whirl round</b>, <span class="bibl">Q.S.13.7</span>. Cf. <b class="b3">στροφοδινέομαι</b>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[spin]], [[whirl round]]:—Pass., [[spin round and round]], <b class="b3">στρεφεδίνηθεν δέ οἱ ὄσσε</b>, of one stunned by a blow, Il.16.792.<br><span class="bld">II</span> intr. in Act., [[spin]], [[whirl round]], Q.S.13.7. Cf. [[στροφοδινέομαι]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0953.png Seite 953]] im Wirbel drehen od. wenden, u. pass. sich im Wirbel drehen, kreisen, [[ὄσσε]] οἱ στρεφεδίνηθεν, für ἐστρεφεδινήθησαν, die Augen wurden ihm schwindlig, Il. 16, 792. – Auch intrans., sich im Wirbel, int Kreise drehen, Qu. Sm. 13, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0953.png Seite 953]] im Wirbel drehen od. wenden, u. pass. sich im Wirbel drehen, kreisen, [[ὄσσε]] οἱ στρεφεδίνηθεν, für ἐστρεφεδινήθησαν, die Augen wurden ihm schwindlig, Il. 16, 792. – Auch intrans., sich im Wirbel, int Kreise drehen, Qu. Sm. 13, 7.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''στρεφεδῑνέω''': [[περιστρέφω]] τι, περιδινῶ. -Παθ., [[περιστρέφω]] ὁλόγυρα, [[ὄσσε]] οἱ στρεφεδίνηθεν (ἀντὶ -νήθησαν), περιεστρέφοντο ὁλόγυρα, ἐπὶ ἀνθρώπου ζαλισθέντος ἐκ κτυπήματος ἐπὶ τοῦ αὐχένος, Ἰλ. Π. 792. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., περιδινῶ, στρηφογυρίζω, [[κλώθω]], Κόϊντ. Σμ. 13. 6. -Πρβλ. [[στροφοδινέομαι]].
|btext=[[στρεφεδινῶ]] :<br />faire tourner ; <i>Pass. (3ᵉ pl. ao. épq.</i> στρεφεδίνηθεν) tournoyer.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]], [[δινέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στρεφεδινέω &#91;[[στρέφω]], [[δινέω]]] pass. in het rond draaien (van ogen).
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br />faire tourner ; <i>Pass. (3ᵉ pl. ao. épq.</i> στρεφεδίνηθεν) tournoyer.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]], [[δινέω]].
|elrutext='''στρεφεδῑνέω:''' [[кружить]], [[вращать]]: στρεφεδίνηθεν (aor. pass. = ἐστρεφεδινήθησαν) οἱ [[ὄσσε]] Hom. закружилось у него в глазах.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρεφεδῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, περιδινίζω ή [[περιστρέφω]] [[κάτι]] — Παθ., [[ὄσσε]] οἱ στρεφεδίνηθεν (αντί <i>-νήθησαν</i>), τα μάτια του περιστρέφονταν [[ολόγυρα]], λέγεται για άνθρωπο που έχει ζαλιστεί από [[χτύπημα]] στον αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''στρεφεδῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, περιδινίζω ή [[περιστρέφω]] [[κάτι]] — Παθ., [[ὄσσε]] οἱ στρεφεδίνηθεν (αντί <i>-νήθησαν</i>), τα μάτια του περιστρέφονταν [[ολόγυρα]], λέγεται για άνθρωπο που έχει ζαλιστεί από [[χτύπημα]] στον αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρεφεδῑνέω:''' кружить, вращать: στρεφεδίνηθεν (aor. pass. = ἐστρεφεδινήθησαν) οἱ [[ὄσσε]] Hom. закружилось у него в глазах.
|lstext='''στρεφεδῑνέω''': [[περιστρέφω]] τι, περιδινῶ. -Παθ., [[περιστρέφω]] ὁλόγυρα, [[ὄσσε]] οἱ στρεφεδίνηθεν (ἀντὶ -νήθησαν), περιεστρέφοντο ὁλόγυρα, ἐπὶ ἀνθρώπου ζαλισθέντος ἐκ κτυπήματος ἐπὶ τοῦ αὐχένος, Ἰλ. Π. 792. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., περιδινῶ, στρηφογυρίζω, [[κλώθω]], Κόϊντ. Σμ. 13. 6. -Πρβλ. [[στροφοδινέομαι]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στρεφε-δῑνέω, fut. -ήσω<br />to [[spin]] or [[whirl]] [[something]] [[round]]: Pass., [[ὄσσε]] οἱ στρεφεδίνηθεν (for -νήθησαν) his eyes [[span]] [[round]], of one stunned by a [[blow]] on the [[nape]] of the [[neck]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 18:37, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεφεδῑνέω Medium diacritics: στρεφεδινέω Low diacritics: στρεφεδινέω Capitals: ΣΤΡΕΦΕΔΙΝΕΩ
Transliteration A: strephedinéō Transliteration B: strephedineō Transliteration C: strefedineo Beta Code: strefedine/w

English (LSJ)

A spin, whirl round:—Pass., spin round and round, στρεφεδίνηθεν δέ οἱ ὄσσε, of one stunned by a blow, Il.16.792.
II intr. in Act., spin, whirl round, Q.S.13.7. Cf. στροφοδινέομαι.

German (Pape)

[Seite 953] im Wirbel drehen od. wenden, u. pass. sich im Wirbel drehen, kreisen, ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν, für ἐστρεφεδινήθησαν, die Augen wurden ihm schwindlig, Il. 16, 792. – Auch intrans., sich im Wirbel, int Kreise drehen, Qu. Sm. 13, 7.

French (Bailly abrégé)

στρεφεδινῶ :
faire tourner ; Pass. (3ᵉ pl. ao. épq. στρεφεδίνηθεν) tournoyer.
Étymologie: στρέφω, δινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρεφεδινέω [στρέφω, δινέω] pass. in het rond draaien (van ogen).

Russian (Dvoretsky)

στρεφεδῑνέω: кружить, вращать: στρεφεδίνηθεν (aor. pass. = ἐστρεφεδινήθησαν) οἱ ὄσσε Hom. закружилось у него в глазах.

Greek Monotonic

στρεφεδῑνέω: μέλ. -ήσω, περιδινίζω ή περιστρέφω κάτι — Παθ., ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (αντί -νήθησαν), τα μάτια του περιστρέφονταν ολόγυρα, λέγεται για άνθρωπο που έχει ζαλιστεί από χτύπημα στον αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

στρεφεδῑνέω: περιστρέφω τι, περιδινῶ. -Παθ., περιστρέφω ὁλόγυρα, ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (ἀντὶ -νήθησαν), περιεστρέφοντο ὁλόγυρα, ἐπὶ ἀνθρώπου ζαλισθέντος ἐκ κτυπήματος ἐπὶ τοῦ αὐχένος, Ἰλ. Π. 792. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., περιδινῶ, στρηφογυρίζω, κλώθω, Κόϊντ. Σμ. 13. 6. -Πρβλ. στροφοδινέομαι.

Middle Liddell

στρεφε-δῑνέω, fut. -ήσω
to spin or whirl something round: Pass., ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (for -νήθησαν) his eyes span round, of one stunned by a blow on the nape of the neck, Il.