ποικιλόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(nl)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ποικιλόθριξ
|Medium diacritics=ποικιλόθριξ
|Low diacritics=ποικιλόθριξ
|Capitals=ΠΟΙΚΙΛΟΘΡΙΞ
|Transliteration A=poikilóthrix
|Transliteration B=poikilothrix
|Transliteration C=poikilothriks
|Beta Code=poikilo/qric
|Definition=ὁ, ἡ, gen. -τριχος, [[spotted]], [[dappled]], [[νεβρός]] E. ''Alc.'' 584 (lyr.); of birds, [[varia lectio|v.l.]] in ''Lyr.Adesp.'' 94.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0650.png Seite 650]] mit buntem Haare; [[νεβρός]], Eur. Alc. 583; auch ποικιλοτρίχων οἰωνῶν, Plut. adv. stoic. 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0650.png Seite 650]] mit buntem Haare; [[νεβρός]], Eur. Alc. 583; auch ποικιλοτρίχων οἰωνῶν, Plut. adv. stoic. 19.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ποικῐλόθριξ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[τρίχα]] ποικίλην ἢ δέρμα κατάστικτον, νεβρὸς Εὐρ. Ἄλκ. 584˙ ἐπὶ πτηνῶν, Πλούτ. 2. 1067Ε.
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[au poil tacheté]];<br /><b>2</b> [[aux plumes tachetées]].<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[θρίξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλόθριξ -τρῐχος &#91;[[ποικίλος]], [[θρίξ]]] [[met gevlekte vacht]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> au poil tacheté;<br /><b>2</b> aux plumes tachetées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[θρίξ]].
|elrutext='''ποικῐλόθριξ:''' τρῐχος adj.<br /><b class="num">1</b> [[с пестрой шерстью]] ([[νεβρός]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[с пестрым оперением]] (οἰωνοί Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-τριχος, ὁ, ἡ, Α<br />(για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό [[τρίχωμα]] ή [[φτέρωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-[[θριξ]])].
|mltxt=-τριχος, ὁ, ἡ, Α<br />(για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό [[τρίχωμα]] ή [[φτέρωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[πολύθριξ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποικῐλόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τρίχωμα]] με βούλες, [[κατάστικτος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ποικῐλόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τρίχωμα]] με βούλες, [[κατάστικτος]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποικῐλόθριξ:''' τρῐχος adj.<br /><b class="num">1)</b> с пестрой шерстью ([[νεβρός]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> с пестрым оперением (οἰωνοί Plut.).
|lstext='''ποικῐλόθριξ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[τρίχα]] ποικίλην ἢ δέρμα κατάστικτον, νεβρὸς Εὐρ. Ἄλκ. 584˙ ἐπὶ πτηνῶν, Πλούτ. 2. 1067Ε.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=ποικιλόθριξ -τρῐχος [ποικίλος, θρίξ] met gevlekte vacht.
|mdlsjtxt=with [[spotted]] [[hair]], [[dappled]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικιλόθριξ Medium diacritics: ποικιλόθριξ Low diacritics: ποικιλόθριξ Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΘΡΙΞ
Transliteration A: poikilóthrix Transliteration B: poikilothrix Transliteration C: poikilothriks Beta Code: poikilo/qric

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. -τριχος, spotted, dappled, νεβρός E. Alc. 584 (lyr.); of birds, v.l. in Lyr.Adesp. 94.

German (Pape)

[Seite 650] mit buntem Haare; νεβρός, Eur. Alc. 583; auch ποικιλοτρίχων οἰωνῶν, Plut. adv. stoic. 19.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
1 au poil tacheté;
2 aux plumes tachetées.
Étymologie: ποικίλος, θρίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόθριξ -τρῐχος [ποικίλος, θρίξ] met gevlekte vacht.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόθριξ: τρῐχος adj.
1 с пестрой шерстью (νεβρός Eur.);
2 с пестрым оперением (οἰωνοί Plut.).

Greek Monolingual

-τριχος, ὁ, ἡ, Α
(για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό τρίχωμα ή φτέρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρίξ, τριχός (πρβλ. πολύθριξ)].

Greek Monotonic

ποικῐλόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει τρίχωμα με βούλες, κατάστικτος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρίχα ποικίλην ἢ δέρμα κατάστικτον, νεβρὸς Εὐρ. Ἄλκ. 584˙ ἐπὶ πτηνῶν, Πλούτ. 2. 1067Ε.

Middle Liddell

with spotted hair, dappled, Eur.