πλάσιος: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(2b) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Meaning: in <b class="b3">δι-</b>, <b class="b3">τρι-</b>, <b class="b3">πολλα-πλάσιος</b> a.o., youngatt. hell. <b class="b3">-πλασίων</b>.<br />See also: s. <b | |etymtx=Meaning: in <b class="b3">δι-</b>, <b class="b3">τρι-</b>, <b class="b3">πολλα-πλάσιος</b> a.o., youngatt. hell. <b class="b3">-πλασίων</b>.<br />See also: s. [[διπλάσιος]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br />κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων της Ελληνικής που προέρχεται από β' συνθετικό -<i>πλατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[δημόσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δημότιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δημότης]]). Ο [[αμάρτυρος]] τ. -<i>πλατος</i> ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>pel</i><br />«[[πτυχώνω]], [[διπλώνω]], [[ζαρώνω]]» παρεκτεταμένη με -<i>t</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>falda</i>, γοτθ. <i>ain</i>-<i>Falps</i> «[[απλός]]»), η οποία με διάφορα επιθήματα απαντά και στα [[πλέκω]], [[διπλούς]] κ.ά. (<b>βλ.</b> και [[διπλάσιος]], -[[πλός]]).Παραδείγματα λ. σε -[[πλάσιος]]: [[δεκαπλάσιος]], [[διακοσιαπλάσιος]], [[διπλάσιος]], [[δωδεκαπλάσιος]], [[εικοσαπλάσιος]], [[εκατονταπλάσιος]], <i>ενενηκονταπλάσιος</i>, [[εννεαπλάσιος]], [[εξαπλάσιος]], [[επταπλάσιος]], [[οκταπλάσιος]], [[πενταπλάσιος]], [[πολλαπλάσιος]], [[τετραπλάσιος]], [[τριπλάσιος]], [[υποπολλαπλάσιος]], [[χιλιοπλάσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απολλαπλάσιος</i>, [[μυριονταπλάσιος]], [[μυριοπλάσιος]], [[οσαπλάσιος]], [[πολυπλάσιος]], [[ποσαπλάσιος]], [[τοσαυταπλάσιος]], [[τοσουτοπλάσιος]], [[υπερδεκαπλάσιος]], [[υποδιπλάσιος]], [[υποτετραπλάσιος]], [[υποτριπλάσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>απειροπλάσιος</i>, <i>απειροπολλαπλάσιος</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:19, 12 October 2024
Greek Monolingual
-ον, Α
(αιολ. τ.) βλ. πλησίος.
Frisk Etymological English
Meaning: in δι-, τρι-, πολλα-πλάσιος a.o., youngatt. hell. -πλασίων.
See also: s. διπλάσιος
Greek Monolingual
ΝΜΑ
κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων της Ελληνικής που προέρχεται από β' συνθετικό -πλατος + κατάλ. -ιος με συριστικοποίηση του -τ- (πρβλ. δημόσιος < δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. -πλατος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας pel
«πτυχώνω, διπλώνω, ζαρώνω» παρεκτεταμένη με -t- (πρβλ. αρχ. νορβ. falda, γοτθ. ain-Falps «απλός»), η οποία με διάφορα επιθήματα απαντά και στα πλέκω, διπλούς κ.ά. (βλ. και διπλάσιος, -πλός).Παραδείγματα λ. σε -πλάσιος: δεκαπλάσιος, διακοσιαπλάσιος, διπλάσιος, δωδεκαπλάσιος, εικοσαπλάσιος, εκατονταπλάσιος, ενενηκονταπλάσιος, εννεαπλάσιος, εξαπλάσιος, επταπλάσιος, οκταπλάσιος, πενταπλάσιος, πολλαπλάσιος, τετραπλάσιος, τριπλάσιος, υποπολλαπλάσιος, χιλιοπλάσιος
αρχ.
απολλαπλάσιος, μυριονταπλάσιος, μυριοπλάσιος, οσαπλάσιος, πολυπλάσιος, ποσαπλάσιος, τοσαυταπλάσιος, τοσουτοπλάσιος, υπερδεκαπλάσιος, υποδιπλάσιος, υποτετραπλάσιος, υποτριπλάσιος
νεοελλ.
απειροπλάσιος, απειροπολλαπλάσιος.