θεωρητός: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
|||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theoritos | |Transliteration C=theoritos | ||
|Beta Code=qewrhto/s | |Beta Code=qewrhto/s | ||
|Definition= | |Definition=θεωρητή, θεωρητόν,<br><span class="bld">A</span> [[that may be seen]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.60; <b class="b3">ὄψει θ.</b> Ael.''NA''9.4; θ. κατασκεύασμα [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''1; of certain days in disease, to [[be watched]] (cf. [[ἐπίδηλος]] II.1), Hp.''Aph.''2.24.<br><span class="bld">2</span> of the mind, to [[be reached by contemplation]], τοὺς διὰ λόγου θ. χρόνους Epicur. ''Ep.''1p.10U.; <b class="b3">θεοὺς λόγῳ θ.</b> Id.''Fr.''355, cf. Phld.''Sign.''37; opp. [[ἐμφανής]], Plu.2.722d; [[λόγῳ]] ib.876c. Adv. [[θεωρητῶς]] Gal.18(1).363. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1205.png Seite 1205]] beschaut, betrachtet, zu betrachten; οὐδὲ ταύτην ὄψει θεωρητήν, nicht mit den Augen wahrzunehmen, Ael. H. A. 9, 6; neben ἀκο υστός D. Sic. 14, 60; bes. geistig zu erkennen, Plut. plac., phil. oft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1205.png Seite 1205]] beschaut, betrachtet, zu betrachten; οὐδὲ ταύτην ὄψει θεωρητήν, nicht mit den Augen wahrzunehmen, Ael. H. A. 9, 6; neben ἀκο υστός D. Sic. 14, 60; bes. geistig zu erkennen, Plut. plac., phil. oft. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu'on peut observer, visible;<br /><b>2</b> qu'on peut contempler, observer par l'intelligence.<br />'''Étymologie:''' [[θεωρέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεωρητός:'''<br /><b class="num">1</b> [[наблюдаемый]], [[видимый]], [[заметный]] ([[μέρος]] [[ἔτι]] θ. Arst.; θ. καὶ [[ἀκουστός]] Diod.; κινήματα τοῦ ἀέρος Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[доступный умозрению]], [[созерцаемый]], [[постигаемый]] (λόγῳ Plut. и διὰ λόγου Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεωρητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Διόδ. 14. 60, Αἰλ. π. Ζ. 9. | |lstext='''θεωρητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Διόδ. 14. 60, Αἰλ. π. Ζ. 9. 6· ἐπὶ νόσου, ἣν πρέπει νὰ παραφυλάττῃ τις καὶ ἐξετάζῃ ἐν σχέσει πρὸς ἐπερχομένην κρίσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245· πρβλ. [[ἐπίδηλος]]. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ διὰ θεωρίας, Πλούτ. 2. 722B· λόγῳ, διὰ τοῦ λογικοῦ, [[αὐτόθι]] 876C· διὰ λόγου Διογ. Λ. 10. 47. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεωρητός]], -ή, -όν (Α) [[θεωρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[επίδηλος]], αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη [[κρίση]]<br /><b>3.</b> (για [[διάνοια]]) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει [[κάποιος]] με τη [[θεωρία]] («τὸν θεωρητὸν βίον»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεωρητῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] τρόπο θεωρητό. | |mltxt=[[θεωρητός]], -ή, -όν (Α) [[θεωρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[επίδηλος]], αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη [[κρίση]]<br /><b>3.</b> (για [[διάνοια]]) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει [[κάποιος]] με τη [[θεωρία]] («τὸν θεωρητὸν βίον»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεωρητῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] τρόπο θεωρητό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:53, 12 November 2024
English (LSJ)
θεωρητή, θεωρητόν,
A that may be seen, D.S.14.60; ὄψει θ. Ael.NA9.4; θ. κατασκεύασμα Secund.Sent.1; of certain days in disease, to be watched (cf. ἐπίδηλος II.1), Hp.Aph.2.24.
2 of the mind, to be reached by contemplation, τοὺς διὰ λόγου θ. χρόνους Epicur. Ep.1p.10U.; θεοὺς λόγῳ θ. Id.Fr.355, cf. Phld.Sign.37; opp. ἐμφανής, Plu.2.722d; λόγῳ ib.876c. Adv. θεωρητῶς Gal.18(1).363.
German (Pape)
[Seite 1205] beschaut, betrachtet, zu betrachten; οὐδὲ ταύτην ὄψει θεωρητήν, nicht mit den Augen wahrzunehmen, Ael. H. A. 9, 6; neben ἀκο υστός D. Sic. 14, 60; bes. geistig zu erkennen, Plut. plac., phil. oft.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu'on peut observer, visible;
2 qu'on peut contempler, observer par l'intelligence.
Étymologie: θεωρέω.
Russian (Dvoretsky)
θεωρητός:
1 наблюдаемый, видимый, заметный (μέρος ἔτι θ. Arst.; θ. καὶ ἀκουστός Diod.; κινήματα τοῦ ἀέρος Plut.);
2 доступный умозрению, созерцаемый, постигаемый (λόγῳ Plut. и διὰ λόγου Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
θεωρητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Διόδ. 14. 60, Αἰλ. π. Ζ. 9. 6· ἐπὶ νόσου, ἣν πρέπει νὰ παραφυλάττῃ τις καὶ ἐξετάζῃ ἐν σχέσει πρὸς ἐπερχομένην κρίσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245· πρβλ. ἐπίδηλος. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ διὰ θεωρίας, Πλούτ. 2. 722B· λόγῳ, διὰ τοῦ λογικοῦ, αὐτόθι 876C· διὰ λόγου Διογ. Λ. 10. 47.
Greek Monolingual
θεωρητός, -ή, -όν (Α) θεωρώ
1. αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει κανείς
2. (για νόσο) επίδηλος, αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη κρίση
3. (για διάνοια) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει κάποιος με τη θεωρία («τὸν θεωρητὸν βίον»).
επίρρ...
θεωρητῶς (Α)
κατά τρόπο θεωρητό.