λιθογνωμικός: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "˙" to "·")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lithognomikos
|Transliteration C=lithognomikos
|Beta Code=liqognwmiko/s
|Beta Code=liqognwmiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">skilful in stones</b>: <b class="b3">λ</b>. (sc. <b class="b3">βιβλίον</b>), τό, <b class="b2">a work on stones</b>, by Philostr., Suid.s.v. [[Φιλόστρατος]].</span>
|Definition=λιθογνωμική, λιθογνωμικόν, [[skilful in stones]]: [[λ]]. (''[[sc.]]'' [[βιβλίον]]), τό, [[a work on stones]], by Philostr., Suid.s.v. [[Φιλόστρατος]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθογνωμικός Medium diacritics: λιθογνωμικός Low diacritics: λιθογνωμικός Capitals: ΛΙΘΟΓΝΩΜΙΚΟΣ
Transliteration A: lithognōmikós Transliteration B: lithognōmikos Transliteration C: lithognomikos Beta Code: liqognwmiko/s

English (LSJ)

λιθογνωμική, λιθογνωμικόν, skilful in stones: λ. (sc. βιβλίον), τό, a work on stones, by Philostr., Suid.s.v. Φιλόστρατος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθογνωμικός: -ή, -όν, ἔμπειρος περὶ τοὺς λίθους, γνώμων τῶν λίθων· - λιθογνωμικὸν (δηλ. βιβλίον), τό, σύγγραμμά τι περὶ λίθων, ὑπὸ Φιλοστρ., Σουΐδ. ἐν λέξ. Φιλόστρατος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λιθογνωμικός, -ή, -όν)
αυτός που γνωρίζει και μπορεί να διακρίνει τους πολύτιμους λίθους
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογνώμονα
αρχ.
(το ουδ. ως κύρ. όν.) Λιθογνωμικόν
σύγγραμμα του Φιλοστράτου που αναφέρεται στη γνώση των πολύτιμων λίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί λιθογνωμονικός < λιθ(ο)- + γνωμικός (< γνώμη)].