εύωρος: Difference between revisions

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔωρος]], -ον (Α)<br />[[αμελής]], [[αδιάφορος]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ώριμος («[[εὔωρος]] γάμου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ευωρία]], σε ωραία [[εποχή]], σε καλή ώρα<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εὔωρος]] γῆ, ἡ τὰ [[ὡραία]] ἔχουσα», [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εύ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὤρα</i> «[[φροντίδα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ολίγ</i>-<i>ωρος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ώριμος («[[εὔωρος]] γάμου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε ωραία [[εποχή]], σε καλή ώρα<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εὔωρος]] γῆ, ἡ τὰ ὡραῑα ἔχουσα», [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εύ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ώρα</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>ωρος</i>, <i>πρό</i>-<i>ωρος</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔωρος]], -ον (Α)<br />[[αμελής]], [[αδιάφορος]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ώριμος («[[εὔωρος]] γάμου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ευωρία]], σε ωραία [[εποχή]], σε καλή ώρα<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εὔωρος]] γῆ, ἡ τὰ [[ὡραία]] ἔχουσα», [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εύ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὤρα</i> «[[φροντίδα]]» ([[πρβλ]]. [[ολίγωρος]])].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ώριμος («[[εὔωρος]] γάμου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε ωραία [[εποχή]], σε καλή ώρα<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εὔωρος]] γῆ, ἡ τὰ ὡραῖα ἔχουσα», [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εύ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ώρα</i>), [[πρβλ]]. [[άωρος]], [[πρόωρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

Greek Monolingual

(I)
εὔωρος, -ον (Α)
αμελής, αδιάφορος για κάτι
2. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.)
3. αυτός που βρίσκεται σε ευωρία, σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα
4. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραία ἔχουσα», καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ὤρα «φροντίδα» (πρβλ. ολίγωρος)].
(II)
εὔωρος, -ον (Α)
1. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα
3. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραῖα ἔχουσα», καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + -ωρος (< ώρα), πρβλ. άωρος, πρόωρος].