ἀπρόσκεπτος: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(1a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aproskeptos | |Transliteration C=aproskeptos | ||
|Beta Code=a)pro/skeptos | |Beta Code=a)pro/skeptos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπρόσκεπτον,<br><span class="bld">A</span> [[unforeseen]], [[not thought of]], X.''Lac.''13.7.<br><span class="bld">II</span> Act., [[improvident]], D.51.15. Adv. [[ἀπροσκέπτως]] Antiph.195. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[imprevisto]] οὐδέν X.<i>Lac</i>.13.7.<br /><b class="num">2</b> [[que no prevé]], [[imprevisor]] τοὺς μετὰ τοῦ παθεῖν μανθάνοντας ἀπροσκέπτους ὀνομάζομεν D.51.15, cf. Antiph.195 (cj. pero v. II), εὐεξαπάτητος γὰρ [[ἕκαστος]] ἐν οἷς ἐστιν ἀ. Gal.<i>Adhort</i>.9, τις ἀ. Iambl.<i>VP</i> 212.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀπροσκέπτως]] = [[de forma imprevista]] ταῦτ' ἀπροσκέπτως ποιεῖν ἅπαντα Antiph.195.9 (cód.), ἀνοίγεσθαι ... ἀ. Aen.Tact.28.4, τοὺς μὲν ... [[ἀπροσκέπτως]] (<i>sic</i>) ἀνάγοντάς τινας ἐπιπλήσσετε <i>SB</i> 5675.12 (II a.C.), cf. Poll.6.144. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0339.png Seite 339]] 1) unvorhergesehen, unüberlegt, Xen. Lac. 13, 7. – 2) akt., nicht vorhersehend, nach Dem. 51, 15 οἱ μετὰ τοῦ [[παθεῖν]] μανθάνοντες. – Adv. ἀπροσκέπτως, ohne sich zu besinnen, ποιεῖν ἅπαντα Antiphan. bei Ath. VI, 238 f. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0339.png Seite 339]] 1) unvorhergesehen, unüberlegt, Xen. Lac. 13, 7. – 2) akt., nicht vorhersehend, nach Dem. 51, 15 οἱ μετὰ τοῦ [[παθεῖν]] μανθάνοντες. – Adv. ἀπροσκέπτως, ohne sich zu besinnen, ποιεῖν ἅπαντα Antiphan. bei Ath. VI, 238 f. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ος, ον :<br />[[non examiné]], [[non considéré]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[προσκέπτομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ἀπρόσκεπτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[непредвиденный]], [[не обдуманный заранее]], [[не предполагавшийся]] Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[не предвидящий]], [[непредусмотрительный]] Dem. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ἀπρόσκεπτος''': -ον, ὁ περὶ οὗ δὲν ἔγεινε προηγουμένη [[σκέψις]], ἀπρόβλεπτος, οὐδὲν γὰρ ἀπρόσκεπτόν ἐστι Ξεν. Λακ. 13. 7. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προνοῶν, μὴ [[προνοητικός]], τῶν ἰδιωτῶν τοὺς μετὰ τὸ παθεῖν μανθάνοντας ἀπροσκέπτους ὀνομάζομεν Δημ. 1232. 18: - Ἐπίρρ. -τως Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1.9. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπρόσκεπτος:''' -ον (προ-[[σκοπέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[απρόβλεπτος]], [[απρόοπτος]], αυτός που έγινε [[χωρίς]] να προηγηθεί ιδιαίτερη [[σκέψη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν είναι [[προνοητικός]], [[απερίσκεπτος]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἀπρόσκεπτος:''' -ον (προ-[[σκοπέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[απρόβλεπτος]], [[απρόοπτος]], αυτός που έγινε [[χωρίς]] να προηγηθεί ιδιαίτερη [[σκέψη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν είναι [[προνοητικός]], [[απερίσκεπτος]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[προσκοπέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[unforeseen]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> act. [[improvident]], Dem. | |mdlsjtxt=[[προσκοπέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[unforeseen]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> act. [[improvident]], Dem. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπρόσκεπτον,
A unforeseen, not thought of, X.Lac.13.7.
II Act., improvident, D.51.15. Adv. ἀπροσκέπτως Antiph.195.
Spanish (DGE)
-ον
I 1imprevisto οὐδέν X.Lac.13.7.
2 que no prevé, imprevisor τοὺς μετὰ τοῦ παθεῖν μανθάνοντας ἀπροσκέπτους ὀνομάζομεν D.51.15, cf. Antiph.195 (cj. pero v. II), εὐεξαπάτητος γὰρ ἕκαστος ἐν οἷς ἐστιν ἀ. Gal.Adhort.9, τις ἀ. Iambl.VP 212.
II adv. ἀπροσκέπτως = de forma imprevista ταῦτ' ἀπροσκέπτως ποιεῖν ἅπαντα Antiph.195.9 (cód.), ἀνοίγεσθαι ... ἀ. Aen.Tact.28.4, τοὺς μὲν ... ἀπροσκέπτως (sic) ἀνάγοντάς τινας ἐπιπλήσσετε SB 5675.12 (II a.C.), cf. Poll.6.144.
German (Pape)
[Seite 339] 1) unvorhergesehen, unüberlegt, Xen. Lac. 13, 7. – 2) akt., nicht vorhersehend, nach Dem. 51, 15 οἱ μετὰ τοῦ παθεῖν μανθάνοντες. – Adv. ἀπροσκέπτως, ohne sich zu besinnen, ποιεῖν ἅπαντα Antiphan. bei Ath. VI, 238 f.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non examiné, non considéré.
Étymologie: ἀ, προσκέπτομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόσκεπτος:
1 непредвиденный, не обдуманный заранее, не предполагавшийся Xen.;
2 не предвидящий, непредусмотрительный Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσκεπτος: -ον, ὁ περὶ οὗ δὲν ἔγεινε προηγουμένη σκέψις, ἀπρόβλεπτος, οὐδὲν γὰρ ἀπρόσκεπτόν ἐστι Ξεν. Λακ. 13. 7. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προνοῶν, μὴ προνοητικός, τῶν ἰδιωτῶν τοὺς μετὰ τὸ παθεῖν μανθάνοντας ἀπροσκέπτους ὀνομάζομεν Δημ. 1232. 18: - Ἐπίρρ. -τως Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1.9.
Greek Monolingual
ἀπρόσκεπτος, -ον (Α) προσκοπώ
1. αυτός για τον οποίο δεν έχει γίνει προηγούμενη σκέψη, απρόβλεπτος
2. μη προνοητικός, απερίσκεπτος.
Greek Monotonic
ἀπρόσκεπτος: -ον (προ-σκοπέω)·
I. απρόβλεπτος, απρόοπτος, αυτός που έγινε χωρίς να προηγηθεί ιδιαίτερη σκέψη, σε Ξεν.
II. Ενεργ., αυτός που δεν είναι προνοητικός, απερίσκεπτος, σε Δημ.
Middle Liddell
προσκοπέω
I. unforeseen, Xen.
II. act. improvident, Dem.