ἐχέμυθος: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(1ab) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=echemythos | |Transliteration C=echemythos | ||
|Beta Code=e)xe/muqos | |Beta Code=e)xe/muqos | ||
|Definition= | |Definition=ἐχέμυθον, [[taciturn]], in Sup., Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1124.png Seite 1124]] die Rede an sich haltend, verschwiegen, schweigsam, Sp., nach dem homerischen ἀλλ' ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον gebildet. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1124.png Seite 1124]] die Rede an sich haltend, verschwiegen, schweigsam, Sp., nach dem homerischen ἀλλ' ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον gebildet. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[silencieux]], [[discret]], [[réservé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[μῦθος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχέμῡθος''': -ον, κρατῶν τὸ μυστικόν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. (Ὀδ. Τ. 502) ἀλλ’ ἔχε σιγῇ μῦθον, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 219Α, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. | |lstext='''ἐχέμῡθος''': -ον, κρατῶν τὸ μυστικόν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. (Ὀδ. Τ. 502) ἀλλ’ ἔχε σιγῇ μῦθον, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 219Α, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐχέ-μῡθος, ον<br />restraining [[speech]], [[taciturn]]. | |mdlsjtxt=ἐχέ-μῡθος, ον<br />restraining [[speech]], [[taciturn]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού κρατάει τό μυστικό). Ἀπό τό [[ἔχω]] + [[μῦθος]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐχέμυθον, taciturn, in Sup., Suid.
German (Pape)
[Seite 1124] die Rede an sich haltend, verschwiegen, schweigsam, Sp., nach dem homerischen ἀλλ' ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον gebildet.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
silencieux, discret, réservé.
Étymologie: ἔχω, μῦθος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέμῡθος: -ον, κρατῶν τὸ μυστικόν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. (Ὀδ. Τ. 502) ἀλλ’ ἔχε σιγῇ μῦθον, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 219Α, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ. καὶ Ζωναρ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἐχέμυθος, -ον)
αυτός που κρατάει για τον εαυτό του το μυστικό που του έχει εμπιστευθεί κάποιος, ο μυστικός, ο σιωπηλός
αρχ.
μυθικός, μυθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + μύθος].
Greek Monotonic
ἐχέμῡθος: -ον, αυτός που περιορίζει τα λόγια του, λιγόλογος, λιγομίλητος, επιφυλακτικός, σιωπηλός.
Middle Liddell
ἐχέ-μῡθος, ον
restraining speech, taciturn.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού κρατάει τό μυστικό). Ἀπό τό ἔχω + μῦθος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.