λυσίπονος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lysiponos
|Transliteration C=lysiponos
|Beta Code=lusi/ponos
|Beta Code=lusi/ponos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">releasing from toil, labour-lightening</b>, θεράποντες <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.41</span>; <b class="b3">λ. τελευτά</b> death <b class="b2">that frees from care</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>131.1</span>.</span>
|Definition=λυσίπονον, [[releasing from toil]], [[labour-lightening]], θεράποντες Pi.''P.''4.41; <b class="b3">λ. τελευτά</b> death [[that frees from care]], Id.''Fr.''131.1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui délivre des chagrins <i>ou</i> des soucis (mort, sommeil, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[πόνος]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>[[Mühsal]], [[Kummer]] [[lösend]], [[stillend]]</i>; [[τελευτή]], Pind. frg. 96; [[ὕπνος]], Nonn. <i>D</i>. 27.1; andere Spätere; auch θεράποντες, <i>die [[Diener]], [[welche]] Anderen die [[Arbeit]] [[abnehmen]], [[erleichtern]]</i>, Pind. <i>P</i>. 4.41, wo [[Andere]] [[minder]] gut »in der [[Arbeit]] erschlaffende, [[lässig]] werdende« [[erklären]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσίπονος:''' (ῐ) освобождающий от трудов (θεράποντες Pind.; [[ὕπνος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡσίπονος''': -ον, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ κόπου, ἀνακουφίζων τὸν κόπον, θεράποντες Πινδ. Π. 4. 72· λ. τελευτά, ὁ [[θάνατος]] ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ φροντίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 96.
|lstext='''λῡσίπονος''': -ον, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ κόπου, ἀνακουφίζων τὸν κόπον, θεράποντες Πινδ. Π. 4. 72· λ. τελευτά, ὁ [[θάνατος]] ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ φροντίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 96.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui délivre des chagrins <i>ou</i> des soucis (mort, sommeil, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[πόνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λυσίπονος]], -ον)<br />αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυσίπονον</i><br />[[κολλύριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δορί</i>-<i>πονος</i>, <i>παυσί</i>-<i>πονος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (AM [[λυσίπονος]], -ον)<br />αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυσίπονον</i><br />[[κολλύριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] ([[πρβλ]]. [[δορίπονος]], [[παυσίπονος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡσίπονος:''' [ῐ], -ον, αυτός που ανακουφίζει από τον μόχθο, που λυτρώνει από τον κόπο, σε Πίνδ.
|lsmtext='''λῡσίπονος:''' [ῐ], -ον, αυτός που ανακουφίζει από τον μόχθο, που λυτρώνει από τον κόπο, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσίπονος:''' (ῐ) освобождающий от трудов (θεράποντες Pind.; [[ὕπνος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῡσί-πονος, ον<br />releasing from [[toil]], Pind.
|mdlsjtxt=λῡσί-πονος, ον<br />releasing from [[toil]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσίπονος Medium diacritics: λυσίπονος Low diacritics: λυσίπονος Capitals: ΛΥΣΙΠΟΝΟΣ
Transliteration A: lysíponos Transliteration B: lysiponos Transliteration C: lysiponos Beta Code: lusi/ponos

English (LSJ)

λυσίπονον, releasing from toil, labour-lightening, θεράποντες Pi.P.4.41; λ. τελευτά death that frees from care, Id.Fr.131.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui délivre des chagrins ou des soucis (mort, sommeil, etc.).
Étymologie: λύω, πόνος.

German (Pape)

[ῡ], Mühsal, Kummer lösend, stillend; τελευτή, Pind. frg. 96; ὕπνος, Nonn. D. 27.1; andere Spätere; auch θεράποντες, die Diener, welche Anderen die Arbeit abnehmen, erleichtern, Pind. P. 4.41, wo Andere minder gut »in der Arbeit erschlaffende, lässig werdende« erklären.

Russian (Dvoretsky)

λῡσίπονος: (ῐ) освобождающий от трудов (θεράποντες Pind.; ὕπνος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίπονος: -ον, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ κόπου, ἀνακουφίζων τὸν κόπον, θεράποντες Πινδ. Π. 4. 72· λ. τελευτά, ὁ θάνατος ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ φροντίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 96.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λυσίπονος, -ον)
αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυσίπονον
κολλύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόνος (πρβλ. δορίπονος, παυσίπονος)].

Greek Monotonic

λῡσίπονος: [ῐ], -ον, αυτός που ανακουφίζει από τον μόχθο, που λυτρώνει από τον κόπο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

λῡσί-πονος, ον
releasing from toil, Pind.