στεριανός: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έρχεται από την [[στεριά]] («στεριανό [[αεράκι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[στεριανός]] και <i>η στεριανή</i><br />αυτός που ζει στην [[στεριά]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[ναυτικό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στεριά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χωρι</i>-<i>ανός</i>)].
|mltxt=-ή, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έρχεται από την [[στεριά]] («στεριανό [[αεράκι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[στεριανός]] και <i>η στεριανή</i><br />αυτός που ζει στην [[στεριά]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[ναυτικό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στεριά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> ([[πρβλ]]. [[χωριανός]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -ο, Ν
1. αυτός που έρχεται από την στεριά («στεριανό αεράκι»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο στεριανός και η στεριανή
αυτός που ζει στην στεριά, σε αντιδιαστολή με τον ναυτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεριά + κατάλ. -ανός (πρβλ. χωριανός)].