πιστευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pisteftikos
|Transliteration C=pisteftikos
|Beta Code=pisteutiko/s
|Beta Code=pisteutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">disposed to trust, confiding</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1372b29</span> ; τὸ -κόν <span class="bibl">M.Ant.1.14</span>. Adv. -<b class="b3">κῶς, ἔχειν τινί</b> <b class="b2">rely upon</b>... <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hp.Mi.</span>364a</span>, cf. <span class="bibl">Iamb. <span class="title">VP</span>28.138</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">creating belief</b>, <b class="b3">πειθὼ π</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>455a</span>, cf.Aristid.2.47 J.</span>
|Definition=πιστευτική, πιστευτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[disposed to trust]], [[confiding]], Arist.''Rh.''1372b29; [[τὸ πιστευτικόν]] = [[trust]] M.Ant.1.14. Adv. [[πιστευτικῶς]] = [[with disposition to believe]], [[with disposition to confide]]; [[πιστευτικῶς ἔχειν]] τινί = [[rely upon]]... Pl.''Hp.Mi.''364a, cf. Iamb. ''VP''28.138.<br><span class="bld">II</span> [[creating belief]], <b class="b3">πειθὼ π.</b> [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 455a, cf.Aristid.2.47 J.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0620.png Seite 620]] zum Glauben, Trauen gehörig, geschickt, geneigt, πιστευτικῶς ἔχειν τινί, worauf vertrauen, Plat. Hipp. min. 364 a; auch = Glauben erweckend, [[πειθώ]], Gorg. 455 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0620.png Seite 620]] zum Glauben, Trauen gehörig, geschickt, geneigt, πιστευτικῶς ἔχειν τινί, worauf vertrauen, Plat. Hipp. min. 364 a; auch = Glauben erweckend, [[πειθώ]], Gorg. 455 a.
}}
{{ls
|lstext='''πιστευτικός''': -ή, -όν, ὁ εὐκόλως ἢ προθύμως πιστεύων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 19· τὸ πιστευτικὸν Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 14. ― Ἐπίρρ., πιστευτικῶς ἔχειν τινὶ Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 364Α. ΙΙ. [[πρόξενος]] πίστεως, ἡ ῥητορική... πειθοῦς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455Α.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />confiant, crédule ; τὸ πιστευτικόν confiance.<br />'''Étymologie:''' [[πιστεύω]].
|btext=ή, όν :<br />confiant, crédule ; τὸ πιστευτικόν confiance.<br />'''Étymologie:''' [[πιστεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πιστευτικός -ή -όν [πιστεύω] geneigd tot vertrouwen; Aristot. Rh. 1372b29; adv. πιστευτικῶς vol vertrouwen:. πιστευτικῶς ἔχων τῷ σώματι vol vertrouwen op zijn lichaamskracht Plat. HpMi 364a. geloof opwekkend. Plat. Grg. 455a.
}}
{{elru
|elrutext='''πιστευτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[внушающий доверие]], [[убедительный]] ([[πειθώ]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[доверчивый]] Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πιστεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον, [[εύπιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]] («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς [[δημιουργός]] ἐστι πιστευτικῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πιστευτικόν</i><br />το να δείχνει [[κανείς]] [[εμπιστοσύνη]] («τὸ εὔελπι καὶ τὸ πιστευτικὸν περὶ τοῦ ὑπὸ τῶν [[φίλων]] φιλεῑσθαι», Μ. Αυρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πιστευτικῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> με [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]] («πιθανῶς καὶ πιστευτικῶς», Iουστ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πιστευτικῶς ἔχω τινί» — έχω [[εμπιστοσύνη]], στηρίζομαι σε κάποιον.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πιστεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον, [[εύπιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]] («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῦς [[δημιουργός]] ἐστι πιστευτικῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πιστευτικόν</i><br />το να δείχνει [[κανείς]] [[εμπιστοσύνη]] («τὸ εὔελπι καὶ τὸ πιστευτικὸν περὶ τοῦ ὑπὸ τῶν [[φίλων]] φιλεῖσθαι», Μ. Αυρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πιστευτικῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> με [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]] («πιθανῶς καὶ πιστευτικῶς», Iουστ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πιστευτικῶς ἔχω τινί» — έχω [[εμπιστοσύνη]], στηρίζομαι σε κάποιον.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πιστευτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πιστεύει εύκολα, [[εύπιστος]], σε Αριστ.· επίρρ., <i>πιστευτικῶς ἔχειν τινί</i>, στηρίζομαι πάνω σε κάποιον, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δημιουργεί [[πίστη]], προξενεί [[πίστη]], στον ίδ.
|lsmtext='''πιστευτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πιστεύει εύκολα, [[εύπιστος]], σε Αριστ.· επίρρ., <i>πιστευτικῶς ἔχειν τινί</i>, στηρίζομαι πάνω σε κάποιον, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δημιουργεί [[πίστη]], προξενεί [[πίστη]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πιστευτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> внушающий доверие, убедительный ([[πειθώ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> доверчивый Arst.
|lstext='''πιστευτικός''': -ή, -όν, ὁ εὐκόλως ἢ προθύμως πιστεύων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 19· τὸ πιστευτικὸν Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 14. ― Ἐπίρρ., πιστευτικῶς ἔχειν τινὶ Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 364Α. ΙΙ. [[πρόξενος]] πίστεως, ἡ ῥητορική... πειθοῦς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455Α.
}}
{{elnl
|elnltext=πιστευτικός -ή -όν [πιστεύω] geneigd tot vertrouwen; Aristot. Rh. 1372b29; adv. πιστευτικῶς vol vertrouwen:. πιστευτικῶς ἔχων τῷ σώματι vol vertrouwen op zijn lichaamskracht Plat. HpMi 364a. geloof opwekkend. Plat. Grg. 455a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πιστευτικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> disposed to [[trust]], [[confiding]], Arist.: —adv., πιστευτικῶς ἔχειν τινί to rely [[upon]] one, Plat.<br /><b class="num">II.</b> creating [[belief]], Plat. [from [[πιστεύω]]
|mdlsjtxt=[[πιστευτικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> disposed to [[trust]], [[confiding]], Arist.: —adv., πιστευτικῶς ἔχειν τινί to rely [[upon]] one, Plat.<br /><b class="num">II.</b> creating [[belief]], Plat. [from [[πιστεύω]]
}}
}}

Latest revision as of 10:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστευτικός Medium diacritics: πιστευτικός Low diacritics: πιστευτικός Capitals: ΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pisteutikós Transliteration B: pisteutikos Transliteration C: pisteftikos Beta Code: pisteutiko/s

English (LSJ)

πιστευτική, πιστευτικόν,
A disposed to trust, confiding, Arist.Rh.1372b29; τὸ πιστευτικόν = trust M.Ant.1.14. Adv. πιστευτικῶς = with disposition to believe, with disposition to confide; πιστευτικῶς ἔχειν τινί = rely upon... Pl.Hp.Mi.364a, cf. Iamb. VP28.138.
II creating belief, πειθὼ π. Pl.Grg. 455a, cf.Aristid.2.47 J.

German (Pape)

[Seite 620] zum Glauben, Trauen gehörig, geschickt, geneigt, πιστευτικῶς ἔχειν τινί, worauf vertrauen, Plat. Hipp. min. 364 a; auch = Glauben erweckend, πειθώ, Gorg. 455 a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
confiant, crédule ; τὸ πιστευτικόν confiance.
Étymologie: πιστεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιστευτικός -ή -όν [πιστεύω] geneigd tot vertrouwen; Aristot. Rh. 1372b29; adv. πιστευτικῶς vol vertrouwen:. πιστευτικῶς ἔχων τῷ σώματι vol vertrouwen op zijn lichaamskracht Plat. HpMi 364a. geloof opwekkend. Plat. Grg. 455a.

Russian (Dvoretsky)

πιστευτικός:
1 внушающий доверие, убедительный (πειθώ Plat.);
2 доверчивый Arst.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πιστεύω
1. αυτός που δείχνει εμπιστοσύνη σε κάποιον, εύπιστος
2. αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῦς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς», Πλάτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πιστευτικόν
το να δείχνει κανείς εμπιστοσύνη («τὸ εὔελπι καὶ τὸ πιστευτικὸν περὶ τοῦ ὑπὸ τῶν φίλων φιλεῖσθαι», Μ. Αυρ.).
επίρρ...
πιστευτικῶς ΜΑ
1. με εμπιστοσύνη
αρχ.
1. με τρόπο που εμπνέει εμπιστοσύνη («πιθανῶς καὶ πιστευτικῶς», Iουστ.)
2. φρ. «πιστευτικῶς ἔχω τινί» — έχω εμπιστοσύνη, στηρίζομαι σε κάποιον.

Greek Monotonic

πιστευτικός: -ή, -όν,
I. αυτός που πιστεύει εύκολα, εύπιστος, σε Αριστ.· επίρρ., πιστευτικῶς ἔχειν τινί, στηρίζομαι πάνω σε κάποιον, σε Πλάτ.
II. αυτός που δημιουργεί πίστη, προξενεί πίστη, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πιστευτικός: -ή, -όν, ὁ εὐκόλως ἢ προθύμως πιστεύων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 19· τὸ πιστευτικὸν Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 14. ― Ἐπίρρ., πιστευτικῶς ἔχειν τινὶ Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 364Α. ΙΙ. πρόξενος πίστεως, ἡ ῥητορική... πειθοῦς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455Α.

Middle Liddell

πιστευτικός, ή, όν
I. disposed to trust, confiding, Arist.: —adv., πιστευτικῶς ἔχειν τινί to rely upon one, Plat.
II. creating belief, Plat. [from πιστεύω