διασκαριφάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - " . ." to "…")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diaskarifaomai
|Transliteration C=diaskarifaomai
|Beta Code=diaskarifa/omai
|Beta Code=diaskarifa/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sketch in outline</b>: hence, <b class="b2">slur over</b>, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν <span class="bibl">Isoc.7.12</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., <b class="b2">scratch the ground</b>, of birds, Hsch.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[sketch in outline]]: hence, [[slur over]], τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν Isoc.7.12.<br><span class="bld">II</span> Act., [[scratch the ground]], of birds, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] dep. med., aufscharren, E. M. τοῖς ὄνυξι σκαλεύειν τὴν γῆν. Dah. = zerstören, auflösen, καὶ διελύσαμεν τὰς εὐτυχίας Isocr. 7, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] dep. med., aufscharren, E. M. τοῖς ὄνυξι σκαλεύειν τὴν γῆν. Dah. = zerstören, auflösen, καὶ διελύσαμεν τὰς εὐτυχίας Isocr. 7, 12.
}}
{{ls
|lstext='''διασκᾰρῑφάομαι''': ἀποθ., ἐν περιλήψει [[περιγράφω]] ἢ [[διαγράφω]], «τὸ [[ἐπισεσυρμένως]] τι ποιεῖν καὶ μὴ [[μετὰ]] τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας», Γεωργ. Παχυμ. 2. 335Α· ― παρ’ Ἰσοκρ. 142Β, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν, φαίνεται ὅτι σημαίνει παραμελῶ, περιφρονῶ, πρβλ. [[σκαριφάομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>inf. ao.</i> διασκαριφήσασθαι;<br />saper ; <i>fig.</i> ruiner, détruire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], σκαριφάομαι.
|btext=-ῶμαι;<br /><i>inf. ao.</i> διασκαριφήσασθαι;<br />saper ; <i>fig.</i> ruiner, détruire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], σκαριφάομαι.
}}
{{ls
|lstext='''διασκᾰρῑφάομαι''': ἀποθ., ἐν περιλήψει [[περιγράφω]] ἢ [[διαγράφω]], «τὸ [[ἐπισεσυρμένως]] τι ποιεῖν καὶ μὴ μετὰ τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας», Γεωργ. Παχυμ. 2. 335Α· ― παρ’ Ἰσοκρ. 142Β, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν, φαίνεται ὅτι σημαίνει παραμελῶ, περιφρονῶ, πρβλ. [[σκαριφάομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διασκᾰρῑφάομαι:''' досл. подрывать, подкапывать, перен. разрушать (τὰς εὀτυχίας Isocr.).
|elrutext='''διασκᾰρῑφάομαι:''' досл. подрывать, подкапывать, перен. разрушать (τὰς εὀτυχίας Isocr.).
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκᾰρῑφάομαι Medium diacritics: διασκαριφάομαι Low diacritics: διασκαριφάομαι Capitals: ΔΙΑΣΚΑΡΙΦΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diaskaripháomai Transliteration B: diaskariphaomai Transliteration C: diaskarifaomai Beta Code: diaskarifa/omai

English (LSJ)

A sketch in outline: hence, slur over, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν Isoc.7.12.
II Act., scratch the ground, of birds, Hsch.

German (Pape)

[Seite 602] dep. med., aufscharren, E. M. τοῖς ὄνυξι σκαλεύειν τὴν γῆν. Dah. = zerstören, auflösen, καὶ διελύσαμεν τὰς εὐτυχίας Isocr. 7, 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
inf. ao. διασκαριφήσασθαι;
saper ; fig. ruiner, détruire, acc..
Étymologie: διά, σκαριφάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

διασκᾰρῑφάομαι: ἀποθ., ἐν περιλήψει περιγράφωδιαγράφω, «τὸ ἐπισεσυρμένως τι ποιεῖν καὶ μὴ μετὰ τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας», Γεωργ. Παχυμ. 2. 335Α· ― παρ’ Ἰσοκρ. 142Β, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν, φαίνεται ὅτι σημαίνει παραμελῶ, περιφρονῶ, πρβλ. σκαριφάομαι.

Russian (Dvoretsky)

διασκᾰρῑφάομαι: досл. подрывать, подкапывать, перен. разрушать (τὰς εὀτυχίας Isocr.).