обрушиваться: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[κατακωμάζω]], [[εἰσάλλομαι]], [[ἐσάλλομαι]], [[ἐξαράσσω]], [[ἐξαράττω]], [[ἐπικλύζω]], [[ἐνσκήπτω]], [[ἀποσκήπτω]], [[χράω]], [[περικαταρρέω]], [[ἐπικαταρρήγνυμαι]], [[συνεμπίπτω]], [[ἐπιβρίθω]], [[ἐπιπίπτω]], [[προσπέτομαι]], [[κατατρέχω]], [[καθάλλομαι]], [[καταρράσσω]], [[κάτειμι]], [[κατασκήπτω]], [[ἐνάλλομαι]] | |rueltext=[[ἐμπίπτω]], [[κατακωμάζω]], [[εἰσάλλομαι]], [[ἐσάλλομαι]], [[ἐξαράσσω]], [[ἐξαράττω]], [[ἐπικλύζω]], [[ἐνσκήπτω]], [[ἀποσκήπτω]], [[χράω]], [[περικαταρρέω]], [[ἐπικαταρρήγνυμαι]], [[συνεμπίπτω]], [[ἐπιβρίθω]], [[ἐπιπίπτω]], [[προσπέτομαι]], [[κατατρέχω]], [[καθάλλομαι]], [[καταρράσσω]], [[κάτειμι]], [[κατασκήπτω]], [[ἐνάλλομαι]], [[ἐρείδω]], [[ἐπιβαίνω]], [[ἐνδίδωμι]], [[διατείνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐμπίπτω, κατακωμάζω, εἰσάλλομαι, ἐσάλλομαι, ἐξαράσσω, ἐξαράττω, ἐπικλύζω, ἐνσκήπτω, ἀποσκήπτω, χράω, περικαταρρέω, ἐπικαταρρήγνυμαι, συνεμπίπτω, ἐπιβρίθω, ἐπιπίπτω, προσπέτομαι, κατατρέχω, καθάλλομαι, καταρράσσω, κάτειμι, κατασκήπτω, ἐνάλλομαι, ἐρείδω, ἐπιβαίνω, ἐνδίδωμι, διατείνω