прибывать: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὁμιλέω]], [[συνανύω]], [[εἰσέρχομαι]], [[ἐσέρχομαι]], [[ἐπιδημέω]], [[ἐπιστρωφάω]], [[μετανίσσομαι]], [[καθίστημι]], [[προσκυρέω]], [[προσκύρω]], [[ἐπιφοιτάω]], [[ἐπιφοιτέω]], [[εἰσεπιδημέω]], [[ἐπιπάρειμι]], [[ὑπομίγνυμι]], [[καταπλέω]], [[καταπλώω]], [[προσκαταίρω]], [[προσέχω]], [[καταντάω]], [[διεξικνέομαι]], [[ἱκάνω]], [[ἐξήκω]], [[ἱκνέομαι]], [[καταίρω]], [[ἀφικάνω]], [[εἰσαφικνέομαι]], [[ἐσαπικνέομαι]], [[ἐξικνέομαι]], [[ἐπικατάγομαι]], [[κατανύω]], [[κατανύτω]], [[ἀνασῴζω]], [[κάτειμι]], [[πληθύνω]] | |rueltext=[[ὑπεραιωρέω]], [[ἐξανύω]], [[ἐπιστρέφω]], [[ἀναστρέφω]], [[ἐπελαύνω]], [[προσμίγνυμι]], [[ὁμιλέω]], [[συνανύω]], [[εἰσέρχομαι]], [[ἐσέρχομαι]], [[ἐπιδημέω]], [[ἐπιστρωφάω]], [[μετανίσσομαι]], [[καθίστημι]], [[προσκυρέω]], [[προσκύρω]], [[ἐπιφοιτάω]], [[ἐπιφοιτέω]], [[εἰσεπιδημέω]], [[ἐπιπάρειμι]], [[ὑπομίγνυμι]], [[καταπλέω]], [[καταπλώω]], [[προσκαταίρω]], [[προσέχω]], [[καταντάω]], [[διεξικνέομαι]], [[ἱκάνω]], [[ἐξήκω]], [[ἱκνέομαι]], [[καταίρω]], [[ἀφικάνω]], [[εἰσαφικνέομαι]], [[ἐσαπικνέομαι]], [[ἐξικνέομαι]], [[ἐπικατάγομαι]], [[κατανύω]], [[κατανύτω]], [[ἀνασῴζω]], [[κάτειμι]], [[πληθύνω]], [[πληθύω]], [[ἀνύω]], [[ἀποδίδωμι]], [[προσβάλλω]], [[κατέρχομαι]], [[στείχω]], [[βιβάω]], [[κατάγω]], [[καθίστημι]], [[παραγίγνομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:42, 15 October 2019
Russian > Greek
ὑπεραιωρέω, ἐξανύω, ἐπιστρέφω, ἀναστρέφω, ἐπελαύνω, προσμίγνυμι, ὁμιλέω, συνανύω, εἰσέρχομαι, ἐσέρχομαι, ἐπιδημέω, ἐπιστρωφάω, μετανίσσομαι, καθίστημι, προσκυρέω, προσκύρω, ἐπιφοιτάω, ἐπιφοιτέω, εἰσεπιδημέω, ἐπιπάρειμι, ὑπομίγνυμι, καταπλέω, καταπλώω, προσκαταίρω, προσέχω, καταντάω, διεξικνέομαι, ἱκάνω, ἐξήκω, ἱκνέομαι, καταίρω, ἀφικάνω, εἰσαφικνέομαι, ἐσαπικνέομαι, ἐξικνέομαι, ἐπικατάγομαι, κατανύω, κατανύτω, ἀνασῴζω, κάτειμι, πληθύνω, πληθύω, ἀνύω, ἀποδίδωμι, προσβάλλω, κατέρχομαι, στείχω, βιβάω, κατάγω, καθίστημι, παραγίγνομαι