окутывать: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πυκάζω]], [[πυκάσδω]], [[σπαργανόω]], [[ἐγκαλύπτω]], [[περιπέσσω]], [[περιπέττω]], [[περιθέω]], [[ἀμφιτίθημι]], [[ἐπαμπέχω]], [[περιαμπέχω]], [[περιαπλόω]], [[περιαμφιέννυμι]], [[περιειλέω]], [[ἀμφιβαίνω]], [[χλαινόω]], [[ἐπαμφιέννυμι]], [[ἀμπέχω]], [[ἀμπίσχω]], [[ἀμφέχω]], [[στέφω]], [[στεφανόω]], [[συγκαλύπτω]], [[καταμφικαλύπτω]], [[ἀμφιάζω]], [[εἰλύω]], [[συναμπέχω]], [[ὑπαμπέχω]], [[κατακαλύπτω]], [[ἐνάπτω]], [[στεγάζω]], [[κατακρύπτω]], [[περικαλύπτω]], [[ἀμφικαλύπτω]] | |rueltext=[[σκιάζω]], [[κατειλέω]], [[συγκλείω]], [[πυκάζω]], [[πυκάσδω]], [[σπαργανόω]], [[ἐγκαλύπτω]], [[περιπέσσω]], [[περιπέττω]], [[περιθέω]], [[ἀμφιτίθημι]], [[ἐπαμπέχω]], [[περιαμπέχω]], [[περιαπλόω]], [[περιαμφιέννυμι]], [[περιειλέω]], [[ἀμφιβαίνω]], [[χλαινόω]], [[ἐπαμφιέννυμι]], [[ἀμπέχω]], [[ἀμπίσχω]], [[ἀμφέχω]], [[στέφω]], [[στεφανόω]], [[συγκαλύπτω]], [[καταμφικαλύπτω]], [[ἀμφιάζω]], [[εἰλύω]], [[συναμπέχω]], [[ὑπαμπέχω]], [[κατακαλύπτω]], [[ἐνάπτω]], [[στεγάζω]], [[κατακρύπτω]], [[περικαλύπτω]], [[ἀμφικαλύπτω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 15 October 2019
Russian > Greek
σκιάζω, κατειλέω, συγκλείω, πυκάζω, πυκάσδω, σπαργανόω, ἐγκαλύπτω, περιπέσσω, περιπέττω, περιθέω, ἀμφιτίθημι, ἐπαμπέχω, περιαμπέχω, περιαπλόω, περιαμφιέννυμι, περιειλέω, ἀμφιβαίνω, χλαινόω, ἐπαμφιέννυμι, ἀμπέχω, ἀμπίσχω, ἀμφέχω, στέφω, στεφανόω, συγκαλύπτω, καταμφικαλύπτω, ἀμφιάζω, εἰλύω, συναμπέχω, ὑπαμπέχω, κατακαλύπτω, ἐνάπτω, στεγάζω, κατακρύπτω, περικαλύπτω, ἀμφικαλύπτω