высокий: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[μέγας]] | |rueltext=[[μέγας]], [[ἔξοχος]], [[ἠλίβατος]], [[ἀλίβατος]], [[ὀξυφωνία]], [[αἰπός]], [[πρεσβήϊος]], [[σεβαστός]], [[αἰπήεις]], [[ὑψίβατος]], [[αἰπεινός]], [[αἰπύς]], [[ἀκροπόλος]], [[πολύχωστος]], [[τανύπλεκτος]], [[μετέωρος]], [[μετήορος]], [[ὑψίλοφος]], [[ὑψίπους]], [[βλωθρός]], [[τανυμήκης]], [[μακρός]], [[ταναός]], [[ἀκμηνός]], [[ὄρθιος]], [[ἠνεμόεις]], [[ἀνεμόεις]], [[λεπτός]], [[ὀξύς]], [[εὐερνής]], [[εὐφυής]], [[ὀρθόκρανος]], [[ὑψόροφος]], [[μακραύχην]], [[τανύφλοιος]], [[εὐκτέανος]], [[ὑψιπαγής]], [[πολυτάλαντος]], [[ποδήρης]], [[ἄξιος]], [[ἰσχνός]], [[λεπταλέος]], [[ὀφρυόεις]], [[ὑπερπετής]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:10, 18 October 2019
Russian > Greek
μέγας, ἔξοχος, ἠλίβατος, ἀλίβατος, ὀξυφωνία, αἰπός, πρεσβήϊος, σεβαστός, αἰπήεις, ὑψίβατος, αἰπεινός, αἰπύς, ἀκροπόλος, πολύχωστος, τανύπλεκτος, μετέωρος, μετήορος, ὑψίλοφος, ὑψίπους, βλωθρός, τανυμήκης, μακρός, ταναός, ἀκμηνός, ὄρθιος, ἠνεμόεις, ἀνεμόεις, λεπτός, ὀξύς, εὐερνής, εὐφυής, ὀρθόκρανος, ὑψόροφος, μακραύχην, τανύφλοιος, εὐκτέανος, ὑψιπαγής, πολυτάλαντος, ποδήρης, ἄξιος, ἰσχνός, λεπταλέος, ὀφρυόεις, ὑπερπετής