αὐτοματισμός: Difference between revisions
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftomatismos | |Transliteration C=aftomatismos | ||
|Beta Code=au)tomatismo/s | |Beta Code=au)tomatismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[that which happens of itself]], [[chance]], Hp.''Acut.'' (''Sp.'') 57, Alcid.''Soph.'' 25 (pl.), D.H.1.4, J.''AJ''10.11.7; [[κατ' αὐτοματισμόν]] Phleg.''Mir.''1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[lo que acontece por sí mismo]], [[azar]] en giros adv. [[de manera espontánea]], [[espontáneamente]] sin prep. οὐκ ἐξ ἐπιτηδεύσεως ἀλλ' αὐτοματισμῷ no deliberada sino [[espontáneamente]]</i> D.H.<i>Comp</i>.25.21, αὐτοματισμῷ τινι I.<i>AI</i> 10.280, c. prep. ὁ θεὸς [[ἐν αὐτοματισμῷ]] ἔχρησε <i>Didyma</i> 278.7 (imper.), [[δι' αὐτοματισμόν]] τινα D.H.1.4, κατὰ τὸν αὐτὸν ... αὐτοματισμὸν [[ἄνευ]] [[γνώμη]]ς D.H.<i>Comp</i>.25.18. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0399.png Seite 399]] ὁ, das freiwillige Thun; gew. was ohne menschliches Zuthun geschieht, Zufall, Hippocr., u. öfter Dion. Hal., καὶ [[τύχη]] C. V. 22; κατ' αὐτοματισμόν, wie ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου. Bei Alcidam. Soph. 677, 31 ist αὐτοματισμοί = αὐτοσχεδιασμοί | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτομᾰτισμός:''' ὁ [[самопроизвольность]], [[случайность]] (τύχης Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''αὐτοματισμός''': ὁ, τὸ ἀφ’ ἐαυτοῦ συμβαῖνον, [[τύχη]], Ἱππ. 406, Διον. Ἁλ. 1. 4. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αὐτοματισμός]], ο [[αυτοματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να συντελείται [[κάτι]] αυτόματα, από μόνο του, μηχανικά<br /><b>2.</b> η [[εκτέλεση]] πράξεων [[κατά]] τον ίδιο, ομοιόμορφο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτό που συμβαίνει από μόνο του, το τυχαίο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, that which happens of itself, chance, Hp.Acut. (Sp.) 57, Alcid.Soph. 25 (pl.), D.H.1.4, J.AJ10.11.7; κατ' αὐτοματισμόν Phleg.Mir.1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
lo que acontece por sí mismo, azar en giros adv. de manera espontánea, espontáneamente sin prep. οὐκ ἐξ ἐπιτηδεύσεως ἀλλ' αὐτοματισμῷ no deliberada sino espontáneamente D.H.Comp.25.21, αὐτοματισμῷ τινι I.AI 10.280, c. prep. ὁ θεὸς ἐν αὐτοματισμῷ ἔχρησε Didyma 278.7 (imper.), δι' αὐτοματισμόν τινα D.H.1.4, κατὰ τὸν αὐτὸν ... αὐτοματισμὸν ἄνευ γνώμης D.H.Comp.25.18.
German (Pape)
[Seite 399] ὁ, das freiwillige Thun; gew. was ohne menschliches Zuthun geschieht, Zufall, Hippocr., u. öfter Dion. Hal., καὶ τύχη C. V. 22; κατ' αὐτοματισμόν, wie ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου. Bei Alcidam. Soph. 677, 31 ist αὐτοματισμοί = αὐτοσχεδιασμοί
Russian (Dvoretsky)
αὐτομᾰτισμός: ὁ самопроизвольность, случайность (τύχης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοματισμός: ὁ, τὸ ἀφ’ ἐαυτοῦ συμβαῖνον, τύχη, Ἱππ. 406, Διον. Ἁλ. 1. 4.
Greek Monolingual
αὐτοματισμός, ο αυτοματίζω
νεοελλ.
1. το να συντελείται κάτι αυτόματα, από μόνο του, μηχανικά
2. η εκτέλεση πράξεων κατά τον ίδιο, ομοιόμορφο τρόπο
αρχ.
αυτό που συμβαίνει από μόνο του, το τυχαίο.