ἀπαράδεκτος: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aparadektos | |Transliteration C=aparadektos | ||
|Beta Code=a)para/dektos | |Beta Code=a)para/dektos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπαράδεκτον,<br><span class="bld">A</span> [[inadmissible]], Phld.''Sign.''17 (-δεικτον Pap.), A.D.''Synt.''59.18,al.; [[unacceptable]], Olymp.Hist.p.465 D.<br><span class="bld">II</span> Act., [[not receiving]] or [[admitting]], c. gen., μαθημάτων Memn.2.2; [τῶν ἀγαθῶν] Phld.''D.''3''Fr.''42 (dub. rest.); τέχνης Ph.1.311; διαβολῆς ''Stoic.''3.153; especially in Gramm., τῶν ἄρθρων A.D.''Synt.''16.18,al. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inadmisible]], [[inaceptable]] ἀπαράδεκτον [οὐ] χὶ τό τινας ὑπερεκπείπτο[ντ] ας εἶναι μακροβιοτείᾳ no es inadmisible el que haya algunos que sobrepasan en longevidad</i> Phld.<i>Sign</i>.17.23, cf. A.D.<i>Synt</i>.59.18, Olymp.Hist.p.465.<br /><b class="num">2</b> [[que no admite]], [[incapaz de admitir]] c. gen. μαθημάτων que no está en favor de los estudios</i> Memn.2.2, τῶν ἀγαθῶν Phld.<i>D</i>.3.fr.42, τέχνης Ph.1.311, διαβολῆς Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.153<br /><b class="num">•</b>gram. [[que no admite]] τῶν ἄρθρων A.D.<i>Synt</i>.16.18.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[desfavorablemente]] ἀ. ἔχειν estar desfavorablemente dispuesto</i> Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.273C. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαράδεκτος''': -ον, ὁ μὴ [[δεκτός]], Ἐκκλ. καὶ Γραμμ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ παραδεχόμενος, ὁ μὴ ἐπιδεκτικός, | |lstext='''ἀπαράδεκτος''': -ον, ὁ μὴ [[δεκτός]], Ἐκκλ. καὶ Γραμμ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ παραδεχόμενος, ὁ μὴ ἐπιδεκτικός, μετὰ γεν., μαθημάτων [[Μέμνων]] σ. 4. ἔκδ. Ὀρέλλη· μεταβολῆς Ὠριγ. κατὰ Κέλσ. σ. 151. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κ. -χτος, -η, -ο (Α [[ἀπαράδεκτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να παραδεχθεί, ο [[οποίος]] απορρίπτεται<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> «το απαράδεκτο των ενεργειών του» — η [[έλλειψη]] βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες<br /><b>2.</b> μία από τις μορφές ελαττωματικότητας των διαδικαστικών πράξεων, [[επειδή]] δεν τηρήθηκε [[κάποιος]] [[δικονομικός]] [[κανόνας]], με [[αποτέλεσμα]] να εμποδίζεται το δικαστήριο να προχωρήσει στην [[εξέταση]] της ουσίας της υπόθεσης<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ανεπίδεκτος]]. | |mltxt=κ. -χτος, -η, -ο (Α [[ἀπαράδεκτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να παραδεχθεί, ο [[οποίος]] απορρίπτεται<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> «το απαράδεκτο των ενεργειών του» — η [[έλλειψη]] βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες<br /><b>2.</b> μία από τις μορφές ελαττωματικότητας των διαδικαστικών πράξεων, [[επειδή]] δεν τηρήθηκε [[κάποιος]] [[δικονομικός]] [[κανόνας]], με [[αποτέλεσμα]] να εμποδίζεται το δικαστήριο να προχωρήσει στην [[εξέταση]] της ουσίας της υπόθεσης<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ανεπίδεκτος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπαράδεκτον,
A inadmissible, Phld.Sign.17 (-δεικτον Pap.), A.D.Synt.59.18,al.; unacceptable, Olymp.Hist.p.465 D.
II Act., not receiving or admitting, c. gen., μαθημάτων Memn.2.2; [τῶν ἀγαθῶν] Phld.D.3Fr.42 (dub. rest.); τέχνης Ph.1.311; διαβολῆς Stoic.3.153; especially in Gramm., τῶν ἄρθρων A.D.Synt.16.18,al.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inadmisible, inaceptable ἀπαράδεκτον [οὐ] χὶ τό τινας ὑπερεκπείπτο[ντ] ας εἶναι μακροβιοτείᾳ no es inadmisible el que haya algunos que sobrepasan en longevidad Phld.Sign.17.23, cf. A.D.Synt.59.18, Olymp.Hist.p.465.
2 que no admite, incapaz de admitir c. gen. μαθημάτων que no está en favor de los estudios Memn.2.2, τῶν ἀγαθῶν Phld.D.3.fr.42, τέχνης Ph.1.311, διαβολῆς Chrysipp.Stoic.3.153
•gram. que no admite τῶν ἄρθρων A.D.Synt.16.18.
II adv. -ως desfavorablemente ἀ. ἔχειν estar desfavorablemente dispuesto Isid.Pel.Ep.M.78.273C.
German (Pape)
[Seite 279] 1) nicht auf-, anzunehmen, Sp. – 2) nicht annehmend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράδεκτος: -ον, ὁ μὴ δεκτός, Ἐκκλ. καὶ Γραμμ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ παραδεχόμενος, ὁ μὴ ἐπιδεκτικός, μετὰ γεν., μαθημάτων Μέμνων σ. 4. ἔκδ. Ὀρέλλη· μεταβολῆς Ὠριγ. κατὰ Κέλσ. σ. 151. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ.
Greek Monolingual
κ. -χτος, -η, -ο (Α ἀπαράδεκτος, -ον)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραδεχθεί, ο οποίος απορρίπτεται
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. «το απαράδεκτο των ενεργειών του» — η έλλειψη βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες
2. μία από τις μορφές ελαττωματικότητας των διαδικαστικών πράξεων, επειδή δεν τηρήθηκε κάποιος δικονομικός κανόνας, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται το δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης
αρχ.
ο ανεπίδεκτος.