ἀπόμακτρον: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ῥόχανον;" to "Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ἐπιρρόγανον, ῥόχανον;")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apomaktron
|Transliteration C=apomaktron
|Beta Code=a)po/maktron
|Beta Code=a)po/maktron
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[strickle]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>712</span>.</span>
|Definition=τό, [[strickle]], Ar.''Fr.''712.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[residuo]] que se aparta al pasar el rasero ἀπόμακτρ' ἀπεσκοτωμένα restos desechados apenas visibles</i> Ar.<i>Fr</i>.667, cf. Phot.α 2564, Sud., <i>AB</i> 431.<br /><b class="num">2</b> [[rasero]] Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] τό, = [[ἀπόμαγμα]], VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] τό, = [[ἀπόμαγμα]], VLL.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[linge pour s'essuyer en frottant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπομάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόμακτρον''': τό, ἡ κοινῶς «ῥίγλα» δι’ ἧς ἰσάζουσιν ἢ κόπτουσι τὸν ὑπερπληροῦντα τὸ [[μέτρον]] σῖτον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 586: καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόμακτρα, ξύλα· τὰς σκυτάλας, ἐν αἷς ἀποψῶσι τὰ μέτρα».
|lstext='''ἀπόμακτρον''': τό, ἡ κοινῶς «ῥίγλα» δι’ ἧς ἰσάζουσιν ἢ κόπτουσι τὸν ὑπερπληροῦντα τὸ [[μέτρον]] σῖτον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 586: καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόμακτρα, ξύλα· τὰς σκυτάλας, ἐν αἷς ἀποψῶσι τὰ μέτρα».
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />linge pour s’essuyer en frottant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπομάσσω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[residuo]] que se aparta al pasar el rasero ἀπόμακτρ' ἀπεσκοτωμένα restos desechados apenas visibles</i> Ar.<i>Fr</i>.667, cf. Phot.α 2564, Sud., <i>AB</i> 431.<br /><b class="num">2</b> [[rasero]] Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀπομάσσω]]<br />a strickle, Ar.
|mdlsjtxt=[[ἀπομάσσω]]<br />a strickle, Ar.
}}
{{trml
|trtx====[[strickle]]===
Bulgarian: равнилка; Galician: rapa, rebolo, rebola; Greek: [[κόφτρα]], [[ρήγλα]], [[ρηγλί]], [[ρίγλα]]; Ancient Greek: [[ἀπόμακτρον]], [[ἐπιρρόγανον]], [[ῥόχανον]]; Latin: [[hostorium]]; Welsh: cyforbren
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 31 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμακτρον Medium diacritics: ἀπόμακτρον Low diacritics: απόμακτρον Capitals: ΑΠΟΜΑΚΤΡΟΝ
Transliteration A: apómaktron Transliteration B: apomaktron Transliteration C: apomaktron Beta Code: a)po/maktron

English (LSJ)

τό, strickle, Ar.Fr.712.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 residuo que se aparta al pasar el rasero ἀπόμακτρ' ἀπεσκοτωμένα restos desechados apenas visibles Ar.Fr.667, cf. Phot.α 2564, Sud., AB 431.
2 rasero Hsch.

German (Pape)

[Seite 314] τό, = ἀπόμαγμα, VLL.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
linge pour s'essuyer en frottant.
Étymologie: ἀπομάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμακτρον: τό, ἡ κοινῶς «ῥίγλα» δι’ ἧς ἰσάζουσιν ἢ κόπτουσι τὸν ὑπερπληροῦντα τὸ μέτρον σῖτον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 586: καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόμακτρα, ξύλα· τὰς σκυτάλας, ἐν αἷς ἀποψῶσι τὰ μέτρα».

Greek Monolingual

ἀπόμακτρον, το (Α) απομάσσω
βέργα που βοηθούσε στη μέτρηση δημητριακών (τη χρησιμοποιούσαν για να ισιώνουν την επιφάνεια του καρπού και να τη φέρνουν στο ίδιο ύψος με τα χείλη του μετρητή).

Greek Monotonic

ἀπόμακτρον: τό (ἀπο-μάσσω), ξύλινη σκυτάλη με την οποία ίσιωναν ή αφαιρούσαν το σιτάρι, ώστε να μην ξεπερνά το καθορισμένο μέτρο στο ζύγισμά του, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἀπομάσσω
a strickle, Ar.

Translations

strickle

Bulgarian: равнилка; Galician: rapa, rebolo, rebola; Greek: κόφτρα, ρήγλα, ρηγλί, ρίγλα; Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ἐπιρρόγανον, ῥόχανον; Latin: hostorium; Welsh: cyforbren