καταναγκάζω: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katanagkazo
|Transliteration C=katanagkazo
|Beta Code=katanagka/zw
|Beta Code=katanagka/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">force back</b>, esp. of dislocated or fractured limbs, [[force]] them <b class="b2">into their place</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>8</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">overpower by force, constrain</b>, δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>643</span>; <b class="b3">κ. τὸ σῶμα</b> [[torture]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nec.</span>4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[coerce]], τινὰ ἐς ξυμμαχίαν <span class="bibl">Th.4.77</span>; τινά τι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Laps.</span> 8</span>; τινὰ ποιεῖν τι <span class="bibl">Is.7.38</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PGen.</span>49.24</span> (iv A.D.):—Pass., ὅσα -άζεται πρὸς μικρότητα καὶ μέγεθος <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.16.11</span>; κινήσεις τινὲς ὑπὸ φαρμάκων -άζονται Gal.6.150; <b class="b3">κατηναγκασμένος</b> [[necessary]], [[inevitable]], ὁμολογούμενον καὶ κ. ἅπασι <span class="bibl">Plb.3.4.3</span>, cf. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>43.1</span>, al.; αἱ -ασμέναι ὑπηρεσίαι τοῦ βίου <span class="bibl">Ph.<span class="title">Fr.</span>101</span> H.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[force back]], especially of dislocated or fractured limbs, [[force]] them [[into their place]], Hp.''Fract.''8, al.<br><span class="bld">II</span> [[overpower by force]], [[constrain]], δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος E.''Ba.''643; <b class="b3">κ. τὸ σῶμα</b> [[torture]], Luc.''Nec.''4.<br><span class="bld">2</span> [[coerce]], τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Th.4.77; τινά τι Luc.''Laps.'' 8; τινὰ ποιεῖν τι Is.7.38, cf. ''PGen.''49.24 (iv A.D.):—Pass., ὅσα -άζεται πρὸς μικρότητα καὶ μέγεθος [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.16.11; κινήσεις τινὲς ὑπὸ φαρμάκων -άζονται Gal.6.150; [[κατηναγκασμένος]] [[necessary]], [[inevitable]], ὁμολογούμενον καὶ κ. ἅπασι Plb.3.4.3, cf. A.D.''Synt.''43.1, al.; αἱ -ασμέναι ὑπηρεσίαι τοῦ βίου Ph.''Fr.''101 H.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[contraindre]], [[forcer]];<br /><b>2</b> [[violenter]] ; torturer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀναγκάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰναγκάζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[принуждать]], [[заставлять]] (τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Thuc.; τινὰ ποιεῖν τι Isae.; τινά τι Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[связывать]], [[сковывать]] (δεσμοῖς κατηναγκασμένος Eur.; [[βίος]] κατηναγκασμένος Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[мучить]], [[пытать]] (τὸ [[σῶμα]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰναγκάζω''': ὠθῶν τι μὲ δύναμιν [[ἀναγκάζω]] νὰ ἔλθῃ τι εἰς τὴν θέσιν του, ἰδίως ἐπὶ ἐξηρθρωμένων μελῶν, ἀρθρεμβολῶ· ὁ Γαλην. ἑρμ. «τιθέναι ἐν τῇ οἰκείᾳ χώρᾳ τὸ κινηθὲν [[ὀστοῦν]]», Ἱππ. Ἀγμ. 757, κτλ. ΙΙ. κατανικῶ διὰ δυνάμεως ἢ βίας, κρατῶ, [[περιορίζω]], δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος Εὐρ. Βάκχ. 643· κ. τὸ [[σῶμα]], [[βασανίζω]], [[ὅπου]] συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ πονεῖν καὶ μοχθεῖν ([[ὅπερ]] ὁ Παῦλος ἐν Ἐπιστ. π. Κορ. Α΄, θ΄, 27 λέγει [[ὑπωπιάζω]] μου τὸ [[σῶμα]] καὶ δουλαγωγῶ) Λουκ. Νεκυομ. 4. 2) [[περιορίζω]], διὰ βίας [[ἐμβάλλω]], τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Θουκ. 4, 77· τινὰ [[πρός]] τι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 11· τινά τι Λουκ. Ὑπὲρ Προσ. Πταισμ. 8· τινὰ ποιεῖν τι Ἰσαῖ. 67, 22· κατηναγκασμένη [[σύνταξις]], ἀναγκαία, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 48.
|lstext='''κατᾰναγκάζω''': ὠθῶν τι μὲ δύναμιν [[ἀναγκάζω]] νὰ ἔλθῃ τι εἰς τὴν θέσιν του, ἰδίως ἐπὶ ἐξηρθρωμένων μελῶν, ἀρθρεμβολῶ· ὁ Γαλην. ἑρμ. «τιθέναι ἐν τῇ οἰκείᾳ χώρᾳ τὸ κινηθὲν [[ὀστοῦν]]», Ἱππ. Ἀγμ. 757, κτλ. ΙΙ. κατανικῶ διὰ δυνάμεως ἢ βίας, κρατῶ, [[περιορίζω]], δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος Εὐρ. Βάκχ. 643· κ. τὸ [[σῶμα]], [[βασανίζω]], [[ὅπου]] συνάπτεται μετὰ τοῦ πονεῖν καὶ μοχθεῖν ([[ὅπερ]] ὁ Παῦλος ἐν Ἐπιστ. π. Κορ. Α΄, θ΄, 27 λέγει [[ὑπωπιάζω]] μου τὸ [[σῶμα]] καὶ δουλαγωγῶ) Λουκ. Νεκυομ. 4. 2) [[περιορίζω]], διὰ βίας [[ἐμβάλλω]], τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Θουκ. 4, 77· τινὰ [[πρός]] τι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 11· τινά τι Λουκ. Ὑπὲρ Προσ. Πταισμ. 8· τινὰ ποιεῖν τι Ἰσαῖ. 67, 22· κατηναγκασμένη [[σύνταξις]], ἀναγκαία, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 48.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> contraindre, forcer;<br /><b>2</b> violenter ; torturer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀναγκάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταναγκάζω]]) ([[αναγκάζω]]]<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] διά της βίας, [[εξαναγκάζω]] (α. «τον κατανάγκασαν να παντρευτεί» β. «θεοῡ τινος τοῦτο καταναγκάσαντος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] του σπρώχνοντάς το με [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> [[δεσμεύω]], [[περιορίζω]]<br /><b>3.</b> [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]] («πονεῑν τὰ [[πάντα]] καὶ μοχθεῑν καὶ τὸ [[σῶμα]] καταναγκάζειν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατηναγκασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[αναγκαίος]], [[απαραίτητος]] («ὁμολογούμενον ἐδόκει τοῦτ' [[εἶναι]] καὶ κατηναγκασμένον ἅπασιν», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=(AM [[καταναγκάζω]]) ([[αναγκάζω]]]<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] διά της βίας, [[εξαναγκάζω]] (α. «τον κατανάγκασαν να παντρευτεί» β. «θεοῦ τινος τοῦτο καταναγκάσαντος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] του σπρώχνοντάς το με [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> [[δεσμεύω]], [[περιορίζω]]<br /><b>3.</b> [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]] («πονεῖν τὰ [[πάντα]] καὶ μοχθεῖν καὶ τὸ [[σῶμα]] καταναγκάζειν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατηναγκασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[αναγκαίος]], [[απαραίτητος]] («ὁμολογούμενον ἐδόκει τοῦτ' [[εἶναι]] καὶ κατηναγκασμένον ἅπασιν», <b>Πολ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰναγκάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[υπερισχύω]] με τη [[χρήση]] βίας, [[περιορίζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξαναγκάζω]], [[επιβάλλω]] δια της βίας, <i>τινὰ ἐς ξυμμαχίαν</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''κατᾰναγκάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[υπερισχύω]] με τη [[χρήση]] βίας, [[περιορίζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξαναγκάζω]], [[επιβάλλω]] δια της βίας, <i>τινὰ ἐς ξυμμαχίαν</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰναγκάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> принуждать, заставлять (τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Thuc.; τινὰ ποιεῖν τι Isae.; τινά τι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> связывать, сковывать (δεσμοῖς κατηναγκασμένος Eur.; [[βίος]] κατηναγκασμένος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> мучить, пытать (τὸ [[σῶμα]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">1.</b> to [[overpower]] by [[force]], [[confine]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[coerce]], τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Thuc.
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">1.</b> to [[overpower]] by [[force]], [[confine]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[coerce]], τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[cogere]], [[compellere]]'', to [[force]], [[compel]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.41.4/ 2.41.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.61.1/ 5.61.1],<br>PASS. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.75.3/ 1.75.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.77.4/ 1.77.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.77.2/ 4.77.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 16 November 2024

English (LSJ)

A force back, especially of dislocated or fractured limbs, force them into their place, Hp.Fract.8, al.
II overpower by force, constrain, δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος E.Ba.643; κ. τὸ σῶμα torture, Luc.Nec.4.
2 coerce, τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Th.4.77; τινά τι Luc.Laps. 8; τινὰ ποιεῖν τι Is.7.38, cf. PGen.49.24 (iv A.D.):—Pass., ὅσα -άζεται πρὸς μικρότητα καὶ μέγεθος Thphr. CP 1.16.11; κινήσεις τινὲς ὑπὸ φαρμάκων -άζονται Gal.6.150; κατηναγκασμένος necessary, inevitable, ὁμολογούμενον καὶ κ. ἅπασι Plb.3.4.3, cf. A.D.Synt.43.1, al.; αἱ -ασμέναι ὑπηρεσίαι τοῦ βίου Ph.Fr.101 H.

French (Bailly abrégé)

1 contraindre, forcer;
2 violenter ; torturer.
Étymologie: κατά, ἀναγκάζω.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰναγκάζω:
1 принуждать, заставлять (τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Thuc.; τινὰ ποιεῖν τι Isae.; τινά τι Luc.);
2 связывать, сковывать (δεσμοῖς κατηναγκασμένος Eur.; βίος κατηναγκασμένος Plut.);
3 мучить, пытать (τὸ σῶμα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰναγκάζω: ὠθῶν τι μὲ δύναμιν ἀναγκάζω νὰ ἔλθῃ τι εἰς τὴν θέσιν του, ἰδίως ἐπὶ ἐξηρθρωμένων μελῶν, ἀρθρεμβολῶ· ὁ Γαλην. ἑρμ. «τιθέναι ἐν τῇ οἰκείᾳ χώρᾳ τὸ κινηθὲν ὀστοῦν», Ἱππ. Ἀγμ. 757, κτλ. ΙΙ. κατανικῶ διὰ δυνάμεως ἢ βίας, κρατῶ, περιορίζω, δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος Εὐρ. Βάκχ. 643· κ. τὸ σῶμα, βασανίζω, ὅπου συνάπτεται μετὰ τοῦ πονεῖν καὶ μοχθεῖν (ὅπερ ὁ Παῦλος ἐν Ἐπιστ. π. Κορ. Α΄, θ΄, 27 λέγει ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ) Λουκ. Νεκυομ. 4. 2) περιορίζω, διὰ βίας ἐμβάλλω, τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Θουκ. 4, 77· τινὰ πρός τι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 11· τινά τι Λουκ. Ὑπὲρ Προσ. Πταισμ. 8· τινὰ ποιεῖν τι Ἰσαῖ. 67, 22· κατηναγκασμένη σύνταξις, ἀναγκαία, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 48.

Greek Monolingual

(AM καταναγκάζω) (αναγκάζω]
αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι διά της βίας, εξαναγκάζω (α. «τον κατανάγκασαν να παντρευτεί» β. «θεοῦ τινος τοῦτο καταναγκάσαντος», Λουκιαν.)
αρχ.
1. (κυρίως για εξαρθρωμένο οστό) επαναφέρω στη θέση του σπρώχνοντάς το με δύναμη
2. δεσμεύω, περιορίζω
3. ταλαιπωρώ, βασανίζω («πονεῖν τὰ πάντα καὶ μοχθεῖν καὶ τὸ σῶμα καταναγκάζειν», Λουκιαν.)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηναγκασμένος, -η, -ον
αναγκαίος, απαραίτητος («ὁμολογούμενον ἐδόκει τοῦτ' εἶναι καὶ κατηναγκασμένον ἅπασιν», Πολ.).

Greek Monotonic

κατᾰναγκάζω: μέλ. -σω,
1. υπερισχύω με τη χρήση βίας, περιορίζω, σε Ευρ.
2. εξαναγκάζω, επιβάλλω δια της βίας, τινὰ ἐς ξυμμαχίαν, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. σω
1. to overpower by force, confine, Eur.
2. to coerce, τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Thuc.

Lexicon Thucydideum

cogere, compellere, to force, compel, 2.41.4, 5.61.1,
PASS. 1.75.3, 1.77.4, 4.77.2.