τύκισμα: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tykisma
|Transliteration C=tykisma
|Beta Code=tu/kisma
|Beta Code=tu/kisma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[a working of stones]], in pl., <b class="b3">κανόνων τυκίσματα</b>, i. e. [[walls of stone worked]] by rule, <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>814</span> (lyr.); λαΐνων τυκις μάτων <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>125.3</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">HF</span>1096</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[a working of stones]], in plural, <b class="b3">κανόνων τυκίσματα</b>, i.e. [[walls of stone worked]] by rule, E.''Tr.''814 (lyr.); λαΐνων τυκις μάτων Id.''Fr.''125.3, cf.''HF''1096.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1160.png Seite 1160]] τό, das Behauene, das aus behauenen Steinen Erbau'te, steinerne Mauer; Seidl. Eur. Troad. 831; Lycophr. 349.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1160.png Seite 1160]] τό, das Behauene, das aus behauenen Steinen Erbau'te, steinerne Mauer; Seidl. Eur. Troad. 831; Lycophr. 349.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''τύκισμα''': τό, [[ἐργασία]] λίθων, ἐν τῷ πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη ἐκ λίθων συνῳκοδομημένων διὰ τοῦ κανόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, Εὐρ. Τρῳ. 812· λαΐνων τυκισμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 124. 3· πρβλ. [[τύκη]], [[τύκος]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[construction en pierres de taille]].<br />'''Étymologie:''' [[τυκίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=τύκισμα -ατος, τό [τυχίζω] [[steenwerk]], [[muur]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br />construction en pierres de taille.<br />'''Étymologie:''' [[τυκίζω]].
|elrutext='''τύκισμα:''' ατος (ῠ) τό каменное сооружение Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τύκισμα:''' -ατος, τό, [[κατεργασία]] λίθων· στον πληθ., <i>κανόνων τυκίσματα</i>, δηλ. τείχη από λίθους οικοδομημένους με τη [[σειρά]] αντίθ. προς τα ακατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, σε Ευρ.
|lsmtext='''τύκισμα:''' -ατος, τό, [[κατεργασία]] λίθων· στον πληθ., <i>κανόνων τυκίσματα</i>, δηλ. τείχη από λίθους οικοδομημένους με τη [[σειρά]] αντίθ. προς τα ακατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τύκισμα:''' ατος (ῠ) τό каменное сооружение Eur.
|lstext='''τύκισμα''': τό, [[ἐργασία]] λίθων, ἐν τῷ πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη ἐκ λίθων συνῳκοδομημένων διὰ τοῦ κανόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, Εὐρ. Τρῳ. 812· λαΐνων τυκισμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 124. 3· πρβλ. [[τύκη]], [[τύκος]].
}}
{{elnl
|elnltext=τύκισμα -ατος, τό [τυχίζω] steenwerk, muur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τύκισμα]], ατος, τό,<br />a [[working]] of stones: in pl., κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of [[stone]] worked by [[rule]], opp. to the [[rude]] Cyclopean [[building]], Eur.
|mdlsjtxt=[[τύκισμα]], ατος, τό,<br />a [[working]] of stones: in plural, κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of [[stone]] worked by [[rule]], opp. to the [[rude]] Cyclopean [[building]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠκισμα Medium diacritics: τύκισμα Low diacritics: τύκισμα Capitals: ΤΥΚΙΣΜΑ
Transliteration A: týkisma Transliteration B: tykisma Transliteration C: tykisma Beta Code: tu/kisma

English (LSJ)

-ατος, τό, a working of stones, in plural, κανόνων τυκίσματα, i.e. walls of stone worked by rule, E.Tr.814 (lyr.); λαΐνων τυκις μάτων Id.Fr.125.3, cf.HF1096.

German (Pape)

[Seite 1160] τό, das Behauene, das aus behauenen Steinen Erbau'te, steinerne Mauer; Seidl. Eur. Troad. 831; Lycophr. 349.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
construction en pierres de taille.
Étymologie: τυκίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύκισμα -ατος, τό [τυχίζω] steenwerk, muur.

Russian (Dvoretsky)

τύκισμα: ατος (ῠ) τό каменное сооружение Eur.

Greek Monolingual

τὸ, Α τυκίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυκίζω.

Greek Monotonic

τύκισμα: -ατος, τό, κατεργασία λίθων· στον πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη από λίθους οικοδομημένους με τη σειρά αντίθ. προς τα ακατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

τύκισμα: τό, ἐργασία λίθων, ἐν τῷ πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη ἐκ λίθων συνῳκοδομημένων διὰ τοῦ κανόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, Εὐρ. Τρῳ. 812· λαΐνων τυκισμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 124. 3· πρβλ. τύκη, τύκος.

Middle Liddell

τύκισμα, ατος, τό,
a working of stones: in plural, κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of stone worked by rule, opp. to the rude Cyclopean building, Eur.