φορίνη: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=forini
|Transliteration C=forini
|Beta Code=fori/nh
|Beta Code=fori/nh
|Definition=[ῑ], ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[skin]] or [[hide of pachydermatous animals]], esp. of [[swine]], Hp.<b class="b2">Acut.(Sp.)</b>50, <span class="bibl">Ath.9.381c</span>, etc.; of the rhinoceros, <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span>17.44</span>; of the ox, <span class="bibl">Eust.1915.13</span>; of the chamaeleon, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>4.33</span>; of the tortoise's [[shell]], dub. in S.<span class="title">Ichn.</span>303: also of [[human skin]], <span class="bibl">Antipho Soph.33</span>, <span class="bibl">Aristomen. 10</span>; metaph., <b class="b3">φ. παχεῖαν φέρων</b> 'thick-[[skinned]]', Plu.2.57a. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[fat]], νενημένην χοῖρον πολλῆς φ. <span class="bibl">Herod. 4.16</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[skin]] or [[hide of pachydermatous animals]], especially of [[swine]], Hp.Acut.(Sp.)50, Ath.9.381c, etc.; of the rhinoceros, Ael. ''NA''17.44; of the ox, Eust.1915.13; of the chamaeleon, Ael.''NA''4.33; of the tortoise's [[shell]], dub. in S.''Ichn.''303: also of [[human skin]], Antipho Soph.33, Aristomen. 10; metaph., <b class="b3">φ. παχεῖαν φέρων</b> 'thick-[[skinned]]', Plu.2.57a.<br><span class="bld">II</span> [[fat]], νενημένην χοῖρον πολλῆς φ. Herod. 4.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1300.png Seite 1300]] ἡ, 1) die Schwarte am Schweinefleisch, u. übh. die dicke Haut, Sp., στερεά Ael. H. A. 4, 33. – 2) übertr., die dicke Haut eines dummen Menschen, Dickfelligkeit, Unempfindlichkeit, B. A. 70.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1300.png Seite 1300]] ἡ, 1) die Schwarte am Schweinefleisch, u. übh. die dicke Haut, Sp., στερεά Ael. H. A. 4, 33. – 2) übertr., die dicke Haut eines dummen Menschen, Dickfelligkeit, Unempfindlichkeit, B. A. 70.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> [[peau épaisse et dure comme celle du rhinocéros]] <i>ou</i> du caméléon;<br /><b>2</b> [[vêtement en peau épaisse]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. non établie.
}}
{{elru
|elrutext='''φορίνη:''' (ῑ) ἠ кожа, одежда из (свиной) шкуры (φορίνην παχεῖαν φέρειν Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φορίνη''': [ῑ], ἡ, τὸ δέρμα ἢ ἡ δορὰ παχυδέρμων ζῴων, [[μάλιστα]] δὲ τοῦ χοίρου, Ἱππ. 404. 55, Ἀθήν. 381C, κλπ.· [[ἔνδυμα]] ἐκ τοιούτου δέρματος πεποιημένον, Πλούτ. 2. 57Α· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ ῥινοκέρωτος, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 44· τοῦ βοός, Εὐστ. 1915, 13· τοῦ χαμαιλέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 33· ― ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου δέρματος, Ἀντιφῶντος Ἀποσπ. 115, Ἀριστομένης ἐν «Γόησι» 6· πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ.
|lstext='''φορίνη''': [ῑ], ἡ, τὸ δέρμα ἢ ἡ δορὰ παχυδέρμων ζῴων, [[μάλιστα]] δὲ τοῦ χοίρου, Ἱππ. 404. 55, Ἀθήν. 381C, κλπ.· [[ἔνδυμα]] ἐκ τοιούτου δέρματος πεποιημένον, Πλούτ. 2. 57Α· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ ῥινοκέρωτος, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 44· τοῦ βοός, Εὐστ. 1915, 13· τοῦ χαμαιλέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 33· ― ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου δέρματος, Ἀντιφῶντος Ἀποσπ. 115, Ἀριστομένης ἐν «Γόησι» 6· πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> peau épaisse et dure comme celle du rhinocéros <i>ou</i> du caméléon;<br /><b>2</b> vêtement en peau épaisse.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. non établie.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />το παχύ [[δέρμα]], η [[δορά]] παχύδερμων ζώων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] ορισμένων ψαριών<br /><b>2.</b> το [[κέλυφος]] της χελώνας<br /><b>3.</b> το ανθρώπινο [[δέρμα]]<br /><b>4.</b> [[ένδυμα]] από [[χοιρινό]] [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. <i>φορ</i>-<i>ίνη</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghw</i><i>ō</i><i>r</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ghw</i><i>ē</i><i>r</i>- «άγριο ζώο» (<b>βλ. λ.</b> <i>θήρ</i>, για το βραχύ [[φωνήεν]] του τ. [[φορίνη]], <b>πρβλ.</b> λατ. <i>fĕrus</i>) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός επιθ. <i>φόρινος</i>, [[κατά]] [[παράλειψη]] του ουσ. σε φρ., όπως [[φορίνη]] [[χροιά]] ή [[φορίνη]] [[δορά]], με σημ. «[[δέρμα]] άγριου ζώου» (για το [[επίθημα]] -<i>ινος</i>, -<i>ίνη</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πύξ</i>-<i>ινος</i>, <i>ῥητ</i>-<i>ίνη</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>- «[[στέκομαι]] [[ψηλά]], [[κράσπεδο]], [[άκρη]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ισλδ. <i>borkr</i> και το γερμ. <i>Borke</i> με σημ. «[[φλοιός]], [[κόρα]], [[τσόφλι]]», τα οποία προέρχονται από [[ρίζα]] <i>bhreĝ</i>- (επεκταμένη, με -<i>g</i>-, [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>-)].
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />το παχύ [[δέρμα]], η [[δορά]] παχύδερμων ζώων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] ορισμένων ψαριών<br /><b>2.</b> το [[κέλυφος]] της χελώνας<br /><b>3.</b> το ανθρώπινο [[δέρμα]]<br /><b>4.</b> [[ένδυμα]] από [[χοιρινό]] [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. <i>φορ</i>-<i>ίνη</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghw</i><i>ō</i><i>r</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ghw</i><i>ē</i><i>r</i>- «άγριο ζώο» (<b>βλ. λ.</b> <i>θήρ</i>, για το βραχύ [[φωνήεν]] του τ. [[φορίνη]], <b>πρβλ.</b> λατ. <i>fĕrus</i>) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός επιθ. <i>φόρινος</i>, [[κατά]] [[παράλειψη]] του ουσ. σε φρ., όπως [[φορίνη]] [[χροιά]] ή [[φορίνη]] [[δορά]], με σημ. «[[δέρμα]] άγριου ζώου» (για το [[επίθημα]] -<i>ινος</i>, -<i>ίνη</i>, [[πρβλ]]. [[πύξινος]], [[ῥητίνη]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>- «[[στέκομαι]] [[ψηλά]], [[κράσπεδο]], [[άκρη]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ισλδ. <i>borkr</i> και το γερμ. <i>Borke</i> με σημ. «[[φλοιός]], [[κόρα]], [[τσόφλι]]», τα οποία προέρχονται από [[ρίζα]] <i>bhreĝ</i>- (επεκταμένη, με -<i>g</i>-, [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>-)].
}}
{{elru
|elrutext='''φορίνη:''' (ῑ) ἠ кожа, одежда из (свиной) шкуры (φορίνην παχεῖαν φέρειν Plut.).
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''φορίνη''': (ι)<br />{phorínē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': ‘harte, rauhe Haut, bes. Schweineschwarte’ (Hp., Antipho Soph., Aristom.Kom. u.a.).<br />'''Etymology''' : Zur Bildung vgl. [[ῥητίνη]] und die zahlreichen Fisch- und Pflanzennamen u.a.m. auf -ινος, -ινη (Chantraine Form. 203 ff.). Ohne inner- od. außergriech. Entsprechung. Eine entfernte Ähnlichkeit zeigt ein german. Wort für [[rauhe]], [[äußere Rinde]], z.B. awno. ''bǫrkr'', nd. (>nhd.) ''Borke''; s. Persson Beitr. 1, 22 A. 2, wo auch awno. ''bāra'' f. (idg. ''bhēr''-) [[Wellenkamm]], [[harter Streifen an der Oberfläche]], [[Käsekruste]] herangezogen wird. Morphologische Erwägungen bei Specht Ursprung 165.<br />'''Page''' 2,1036
|ftr='''φορίνη''': (ι)<br />{phorínē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': ‘harte, rauhe Haut, bes. Schweineschwarte’ (Hp., Antipho Soph., Aristom.Kom. u.a.).<br />'''Etymology''': Zur Bildung vgl. [[ῥητίνη]] und die zahlreichen Fisch- und Pflanzennamen u.a.m. auf -ινος, -ινη (Chantraine Form. 203 ff.). Ohne inner- od. außergriech. Entsprechung. Eine entfernte Ähnlichkeit zeigt ein german. Wort für [[rauhe]], [[äußere Rinde]], z.B. awno. ''bǫrkr'', nd. (>nhd.) ''Borke''; s. Persson Beitr. 1, 22 A. 2, wo auch awno. ''bāra'' f. (idg. ''bhēr''-) [[Wellenkamm]], [[harter Streifen an der Oberfläche]], [[Käsekruste]] herangezogen wird. Morphologische Erwägungen bei Specht Ursprung 165.<br />'''Page''' 2,1036
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορίνη Medium diacritics: φορίνη Low diacritics: φορίνη Capitals: ΦΟΡΙΝΗ
Transliteration A: phorínē Transliteration B: phorinē Transliteration C: forini Beta Code: fori/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,
A skin or hide of pachydermatous animals, especially of swine, Hp.Acut.(Sp.)50, Ath.9.381c, etc.; of the rhinoceros, Ael. NA17.44; of the ox, Eust.1915.13; of the chamaeleon, Ael.NA4.33; of the tortoise's shell, dub. in S.Ichn.303: also of human skin, Antipho Soph.33, Aristomen. 10; metaph., φ. παχεῖαν φέρων 'thick-skinned', Plu.2.57a.
II fat, νενημένην χοῖρον πολλῆς φ. Herod. 4.16.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, 1) die Schwarte am Schweinefleisch, u. übh. die dicke Haut, Sp., στερεά Ael. H. A. 4, 33. – 2) übertr., die dicke Haut eines dummen Menschen, Dickfelligkeit, Unempfindlichkeit, B. A. 70.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 peau épaisse et dure comme celle du rhinocéros ou du caméléon;
2 vêtement en peau épaisse.
Étymologie: DELG étym. non établie.

Russian (Dvoretsky)

φορίνη: (ῑ) ἠ кожа, одежда из (свиной) шкуры (φορίνην παχεῖαν φέρειν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φορίνη: [ῑ], ἡ, τὸ δέρμα ἢ ἡ δορὰ παχυδέρμων ζῴων, μάλιστα δὲ τοῦ χοίρου, Ἱππ. 404. 55, Ἀθήν. 381C, κλπ.· ἔνδυμα ἐκ τοιούτου δέρματος πεποιημένον, Πλούτ. 2. 57Α· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ ῥινοκέρωτος, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 44· τοῦ βοός, Εὐστ. 1915, 13· τοῦ χαμαιλέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 33· ― ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου δέρματος, Ἀντιφῶντος Ἀποσπ. 115, Ἀριστομένης ἐν «Γόησι» 6· πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
το παχύ δέρμα, η δορά παχύδερμων ζώων
αρχ.
1. το δέρμα ορισμένων ψαριών
2. το κέλυφος της χελώνας
3. το ανθρώπινο δέρμα
4. ένδυμα από χοιρινό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φορ-ίνη ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ghwōr- της ΙΕ ρίζας ghwēr- «άγριο ζώο» (βλ. λ. θήρ, για το βραχύ φωνήεν του τ. φορίνη, πρβλ. λατ. fĕrus) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός επιθ. φόρινος, κατά παράλειψη του ουσ. σε φρ., όπως φορίνη χροιά ή φορίνη δορά, με σημ. «δέρμα άγριου ζώου» (για το επίθημα -ινος, -ίνη, πρβλ. πύξινος, ῥητίνη). Κατ' άλλη άποψη, η λ. πρέπει να αναχθεί στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bher- «στέκομαι ψηλά, κράσπεδο, άκρη» και να συνδεθεί με το αρχ. ισλδ. borkr και το γερμ. Borke με σημ. «φλοιός, κόρα, τσόφλι», τα οποία προέρχονται από ρίζα bhreĝ- (επεκταμένη, με -g-, μορφή της ΙΕ ρίζας bher-)].

Frisk Etymology German

φορίνη: (ι)
{phorínē}
Grammar: f.
Meaning: ‘harte, rauhe Haut, bes. Schweineschwarte’ (Hp., Antipho Soph., Aristom.Kom. u.a.).
Etymology: Zur Bildung vgl. ῥητίνη und die zahlreichen Fisch- und Pflanzennamen u.a.m. auf -ινος, -ινη (Chantraine Form. 203 ff.). Ohne inner- od. außergriech. Entsprechung. Eine entfernte Ähnlichkeit zeigt ein german. Wort für rauhe, äußere Rinde, z.B. awno. bǫrkr, nd. (>nhd.) Borke; s. Persson Beitr. 1, 22 A. 2, wo auch awno. bāra f. (idg. bhēr-) Wellenkamm, harter Streifen an der Oberfläche, Käsekruste herangezogen wird. Morphologische Erwägungen bei Specht Ursprung 165.
Page 2,1036