ἐξορμέω: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (1 revision imported) |
||
(16 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksormeo | |Transliteration C=eksormeo | ||
|Beta Code=e)corme/w | |Beta Code=e)corme/w | ||
|Definition= | |Definition=to [[be out of harbour]], [[run to sea]], Lycurg.17, And.1.11, Is. 6.27: metaph., ἐ. ἐκ τῆς πόλεως Aeschin.3.209; [[ἐξορμέω ἐκ τοῦ νοῦ]] to [[be out of one's senses]], Paus.3.4.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0888.png Seite 888]] außerhalb des Hafens, auf der Rhede liegen, auch auslaufen, in See gehen; νεὼς περὶ τὴν ἀκτὴν ἐξορμούσης (v. l. ἐξορμώσης), Lycurg. 17; vgl. Andoc. 1, 11; Is. 6, 27; ἐκ τῆς πόλεως, fortgehen, Aesch. 3, 299. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0888.png Seite 888]] außerhalb des Hafens, auf der Rhede liegen, auch auslaufen, in See gehen; νεὼς περὶ τὴν ἀκτὴν ἐξορμούσης ([[varia lectio|v.l.]] ἐξορμώσης), Lycurg. 17; vgl. Andoc. 1, 11; Is. 6, 27; ἐκ τῆς πόλεως, fortgehen, Aesch. 3, 299. – Übertr., ἐκ τοῦ νοῦ, um seinen Verstand kommen, Paus. 3, 4, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἐξορμῶ]] :<br /><b>1</b> [[sortir du port]], [[gagner le large]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> sortir <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἔξορμος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξορμέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[выходить из гавани]], [[выходить в открытое море]] (ἡ [[ναῦς]] ἐξώρμει [[Μουνυχία]]σι Isae.);<br /><b class="num">2</b> [[выходить]], [[уходить]] (ἐκ τῆς πόλεως Aeschin.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξορμέω''': ἐπὶ [[νεώς]], εἶμαι ἢ [[προεκπλέω]] ἔξω τοῦ ὅρμου, τῆς νεὼς ἤδη περὶ τὴν ἀκτὴν ἐξορμούσης Λυκοῦργ. 17, πρβλ. Ἀνδοκ. 1. 11, Ἰσαῖον, 59. 7· μεταφ., οὐκ οἰκεῖς, ὡς δοκεῖς, ἐν Πειραιεῖ, ἀλλ’ ἐξορμεῖς ἐκ τῆς πόλεως Αἰσχίν. κατὰ Κτησ. 59, 8· Κλεομένης δὲ ἐξώρμει τὰ πολλὰ ἐκ τοῦ νοῦ, ἐγίνετο ἔξω φρενῶν, Παυσ. 3. 4, 1· πρβλ. [[ἐκπλέω]]. | |lstext='''ἐξορμέω''': ἐπὶ [[νεώς]], εἶμαι ἢ [[προεκπλέω]] ἔξω τοῦ ὅρμου, τῆς νεὼς ἤδη περὶ τὴν ἀκτὴν ἐξορμούσης Λυκοῦργ. 17, πρβλ. Ἀνδοκ. 1. 11, Ἰσαῖον, 59. 7· μεταφ., οὐκ οἰκεῖς, ὡς δοκεῖς, ἐν Πειραιεῖ, ἀλλ’ ἐξορμεῖς ἐκ τῆς πόλεως Αἰσχίν. κατὰ Κτησ. 59, 8· Κλεομένης δὲ ἐξώρμει τὰ πολλὰ ἐκ τοῦ νοῦ, ἐγίνετο ἔξω φρενῶν, Παυσ. 3. 4, 1· πρβλ. [[ἐκπλέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξορμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι έξω απ' τον όρμο ή το [[λιμάνι]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''ἐξορμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι έξω απ' τον όρμο ή το [[λιμάνι]], σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to be out of [[harbour]], run out, Aeschin. | |mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to be out of [[harbour]], run out, Aeschin. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 9 October 2024
English (LSJ)
to be out of harbour, run to sea, Lycurg.17, And.1.11, Is. 6.27: metaph., ἐ. ἐκ τῆς πόλεως Aeschin.3.209; ἐξορμέω ἐκ τοῦ νοῦ to be out of one's senses, Paus.3.4.1.
German (Pape)
[Seite 888] außerhalb des Hafens, auf der Rhede liegen, auch auslaufen, in See gehen; νεὼς περὶ τὴν ἀκτὴν ἐξορμούσης (v.l. ἐξορμώσης), Lycurg. 17; vgl. Andoc. 1, 11; Is. 6, 27; ἐκ τῆς πόλεως, fortgehen, Aesch. 3, 299. – Übertr., ἐκ τοῦ νοῦ, um seinen Verstand kommen, Paus. 3, 4, 1.
French (Bailly abrégé)
ἐξορμῶ :
1 sortir du port, gagner le large;
2 p. ext. sortir en gén.
Étymologie: ἔξορμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορμέω:
1 выходить из гавани, выходить в открытое море (ἡ ναῦς ἐξώρμει Μουνυχίασι Isae.);
2 выходить, уходить (ἐκ τῆς πόλεως Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορμέω: ἐπὶ νεώς, εἶμαι ἢ προεκπλέω ἔξω τοῦ ὅρμου, τῆς νεὼς ἤδη περὶ τὴν ἀκτὴν ἐξορμούσης Λυκοῦργ. 17, πρβλ. Ἀνδοκ. 1. 11, Ἰσαῖον, 59. 7· μεταφ., οὐκ οἰκεῖς, ὡς δοκεῖς, ἐν Πειραιεῖ, ἀλλ’ ἐξορμεῖς ἐκ τῆς πόλεως Αἰσχίν. κατὰ Κτησ. 59, 8· Κλεομένης δὲ ἐξώρμει τὰ πολλὰ ἐκ τοῦ νοῦ, ἐγίνετο ἔξω φρενῶν, Παυσ. 3. 4, 1· πρβλ. ἐκπλέω.
Greek Monotonic
ἐξορμέω: μέλ. -ήσω, είμαι έξω απ' τον όρμο ή το λιμάνι, σε Αισχίν.
Middle Liddell
fut. ήσω
to be out of harbour, run out, Aeschin.