ὑπερμενέων: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypermeneon
|Transliteration C=ypermeneon
|Beta Code=u(permene/wn
|Beta Code=u(permene/wn
|Definition=οντος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[exceedingly mighty]], <b class="b3">ἄνδρες ὑπερμενέοντες</b>, for <b class="b3">ὑπερμενέες</b>, <span class="bibl">Od. 19.62</span>. (No Verb <b class="b3">ὑπερμενέω</b> occurs: cf. [[ὑπερηνορέων]].) </span>
|Definition=οντος, ὁ, [[exceedingly mighty]], <b class="b3">ἄνδρες ὑπερμενέοντες</b>, for [[ὑπερμενέες]], Od. 19.62. (No Verb [[ὑπερμενέω]] occurs: cf. [[ὑπερηνορέων]].)  
}}
{{bailly
|btext=οντος;<br />[[orgueilleux]], [[arrogant]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερμενής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερμενέων:''' οντος adj. m неукротимый, буйный ([[ἄνδρες]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερμενέων''': -οντος, ὁ, [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἰσχυρός]], [[κραταιός]], ἄνδρες ὑπερμενέοντες, ἀντὶ ὑπερμενέες Ὀδ. Τ. 62. (Δὲν ὑπάρχει [[ῥῆμα]] ὑπερμενέω· πρβλ. [[ὑπερηνορέων]]).
|lstext='''ὑπερμενέων''': -οντος, ὁ, [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἰσχυρός]], [[κραταιός]], ἄνδρες ὑπερμενέοντες, ἀντὶ ὑπερμενέες Ὀδ. Τ. 62. (Δὲν ὑπάρχει [[ῥῆμα]] ὑπερμενέω· πρβλ. [[ὑπερηνορέων]]).
}}
{{bailly
|btext=οντος;<br />orgueilleux, arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερμενής]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερμενέων:''' -οντος, ὁ, μτχ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], υπερβολικά [[δυνατός]], [[ισχυρός]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑπερμενέων:''' -οντος, ὁ, μτχ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], υπερβολικά [[δυνατός]], [[ισχυρός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερμενέων:''' οντος adj. m неукротимый, буйный ([[ἄνδρες]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπερ-μενέων, οντος,<br />[[part]]. with no pres. in use, [[exceeding]] [[mighty]], Od. [from [[ὑπερμενής]]
|mdlsjtxt=ὑπερ-μενέων, οντος,<br />[[part]]. with no pres. in use, [[exceeding]] [[mighty]], Od. [from [[ὑπερμενής]]
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερμενέων Medium diacritics: ὑπερμενέων Low diacritics: υπερμενέων Capitals: ΥΠΕΡΜΕΝΕΩΝ
Transliteration A: hypermenéōn Transliteration B: hypermeneōn Transliteration C: ypermeneon Beta Code: u(permene/wn

English (LSJ)

οντος, ὁ, exceedingly mighty, ἄνδρες ὑπερμενέοντες, for ὑπερμενέες, Od. 19.62. (No Verb ὑπερμενέω occurs: cf. ὑπερηνορέων.)

French (Bailly abrégé)

οντος;
orgueilleux, arrogant.
Étymologie: ὑπερμενής.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερμενέων: οντος adj. m неукротимый, буйный (ἄνδρες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερμενέων: -οντος, ὁ, ὑπερβαλλόντως ἰσχυρός, κραταιός, ἄνδρες ὑπερμενέοντες, ἀντὶ ὑπερμενέες Ὀδ. Τ. 62. (Δὲν ὑπάρχει ῥῆμα ὑπερμενέω· πρβλ. ὑπερηνορέων).

English (Autenrieth)

οντος (μένος): part. as adj., haughty, Od. 19.62†.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, Α
1. εξαιρετικά ισχυρός, κραταιός
2. στον πληθ. οἱ ὑπερμενέοντες
αλαζονικοί, υπεροπτικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του ὑπερμενής σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. -έων τών μτχ. (πρβλ. δυσμεν-έων: δυσμενής, ὑπερηνορ-έων: ὑπερήνωρ)].

Greek Monotonic

ὑπερμενέων: -οντος, ὁ, μτχ. χωρίς ενεστ. σε χρήση, υπερβολικά δυνατός, ισχυρός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὑπερ-μενέων, οντος,
part. with no pres. in use, exceeding mighty, Od. [from ὑπερμενής