τριπλασιάζω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triplasiazo
|Transliteration C=triplasiazo
|Beta Code=triplasia/zw
|Beta Code=triplasia/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[to triple]], [[take three times]], <span class="bibl">Apollod.2.4.8</span>, Plu.2.1028b, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>98</span>:—Pass., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arist.</span>24</span>:—hence τριπλᾰσῐ-ασμός, ὁ, [[a tripling]], Id.2.1028c (pl.).</span>
|Definition=to [[triple]], [[take three times]], Apollod.2.4.8, Plu.2.1028b, Dam.''Pr.''98:—Pass., Plu.''Arist.''24:—hence [[τριπλασιασμός]], ὁ, a [[tripling]], Id.2.1028c (pl.).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''τρῐπλᾰσιάζω''': ὡς καὶ νῦν, [[πολλαπλασιάζω]] ἐπὶ [[τρία]], ποιῶ τριπλάσιον, Πλούτ. 2. 1028Β - ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστείδῃ 24· - [[ἐντεῦθεν]] τρῐπλᾰσιασμός, ὁ, τὸ τριπλασιάζειν, ὁ αὐτ. 2. 1028C.
|btext=[[tripler]].<br />'''Étymologie:''' [[τριπλάσιος]].
}}
{{elnl
|elnltext=τριπλασιάζω [τριπλάσιος] alleen pass. verdrievoudigd worden.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[verdreifachen]], [[dreimal]] [[nehmen]]</i>, Plut. <i>Aristid</i>. 24.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=tripler.<br />'''Étymologie:''' [[τριπλάσιος]].
|elrutext='''τριπλᾰσιάζω:''' [[утраивать]] Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[τριπλάσιος]]<br />[[πολλαπλασιάζω]] [[κάτι]] επί [[τρία]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[τρεις]] φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («α. τριπλασιάστηκε το [[έλλειμμα]] του προϋπολογισμού» β. «[[Ζεὺς]]... τὴν μίαν τριπλασιάσας [[νύκτα]]», <b>Απολλόδ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[τριπλάσιος]]<br />[[πολλαπλασιάζω]] [[κάτι]] επί [[τρία]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[τρεις]] φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («α. τριπλασιάστηκε το [[έλλειμμα]] του προϋπολογισμού» β. «[[Ζεύς|Ζεὺς]]... τὴν μίαν τριπλασιάσας [[νύκτα]]», <b>Απολλόδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῐπλᾰσιάζω:''' μέλ. <i>τριπλασιάσω</i>, [[πολλαπλασιάζω]] επί [[τρία]], κάνω τριπλάσιο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''τρῐπλᾰσιάζω:''' μέλ. <i>τριπλασιάσω</i>, [[πολλαπλασιάζω]] επί [[τρία]], κάνω τριπλάσιο, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τριπλᾰσιάζω:''' утраивать Plut.
|lstext='''τρῐπλᾰσιάζω''': ὡς καὶ νῦν, [[πολλαπλασιάζω]] ἐπὶ [[τρία]], ποιῶ τριπλάσιον, Πλούτ. 2. 1028Β - ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστείδῃ 24· - [[ἐντεῦθεν]] τρῐπλᾰσιασμός, ὁ, τὸ τριπλασιάζειν, ὁ αὐτ. 2. 1028C.
}}
{{elnl
|elnltext=τριπλασιάζω [τριπλάσιος] alleen pass. verdrievoudigd worden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐπλᾰσιάζω, fut. -σω<br />to [[triple]], [[take]] [[three]] times, Plut.
|mdlsjtxt=τρῐπλᾰσιάζω, fut. -σω<br />to [[triple]], [[take]] [[three]] times, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπλᾰσῐάζω Medium diacritics: τριπλασιάζω Low diacritics: τριπλασιάζω Capitals: ΤΡΙΠΛΑΣΙΑΖΩ
Transliteration A: triplasiázō Transliteration B: triplasiazō Transliteration C: triplasiazo Beta Code: triplasia/zw

English (LSJ)

to triple, take three times, Apollod.2.4.8, Plu.2.1028b, Dam.Pr.98:—Pass., Plu.Arist.24:—hence τριπλασιασμός, ὁ, a tripling, Id.2.1028c (pl.).

French (Bailly abrégé)

tripler.
Étymologie: τριπλάσιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριπλασιάζω [τριπλάσιος] alleen pass. verdrievoudigd worden.

German (Pape)

verdreifachen, dreimal nehmen, Plut. Aristid. 24.

Russian (Dvoretsky)

τριπλᾰσιάζω: утраивать Plut.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τριπλάσιος
πολλαπλασιάζω κάτι επί τρία, καθιστώ κάτι τρεις φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («α. τριπλασιάστηκε το έλλειμμα του προϋπολογισμού» β. «Ζεὺς... τὴν μίαν τριπλασιάσας νύκτα», Απολλόδ.).

Greek Monotonic

τρῐπλᾰσιάζω: μέλ. τριπλασιάσω, πολλαπλασιάζω επί τρία, κάνω τριπλάσιο, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπλᾰσιάζω: ὡς καὶ νῦν, πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, ποιῶ τριπλάσιον, Πλούτ. 2. 1028Β - ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστείδῃ 24· - ἐντεῦθεν τρῐπλᾰσιασμός, ὁ, τὸ τριπλασιάζειν, ὁ αὐτ. 2. 1028C.

Middle Liddell

τρῐπλᾰσιάζω, fut. -σω
to triple, take three times, Plut.