Κέκροψ: Difference between revisions
Ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶσι δ' οὔ → Ad ebrios it non ad impransos Venus → Bei Satten weilet Kypris, nicht bei Hungrigen
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Kekrops | |Transliteration C=Kekrops | ||
|Beta Code=*ke/kroy | |Beta Code=*ke/kroy | ||
|Definition=οπος, ὁ, | |Definition=οπος, ὁ, ''Cecrops'' mythical king of [[Athens]], [[Herodotus|Hdt.]]8.44; represented with a serpent's tail, and hence called [[διφυής]], Sch.Ar.''V.'' 436; with the tail of a [[θυννίς]], Eup.156: pl.,<br><span class="bld">A</span> = [[Κεκροπίδαι]], ''IG''3.1335. ([[Κέκροψ]] a barbarian name acc. to Hecat. 119 J.)<br><span class="bld">II</span> Adj. Κεκρόπιος, α, ον, [[Cecropian]], [[Athenian]], [[πέτρα]] K. the [[Acropolis]], [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''936 (also simply [[Κεκροπία]], ἡ, used for ''Athens'' itself, ''Supp.''658, ''El.''1289); K. [[χθών]] ''Attica'', Id.''Hipp.''34, etc.; [[Κεκρόπιοι]], οἱ, [[the Athenians]], APl.4.295: [[Κεκροπία]], ἡ, village-community in Early Attica, Str.9.1.20: [[Κεκρόπιον]], τό, [[shrine of Cecrops]], IG12.372.63:—also [[κεκρικός]], ib. 374.144.<br><span class="bld">2</span> fem. [[Κεκροπίς]], ίδος, φυλή [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1407, ''IG''12.302.59, etc.; K. αἶα ''AP''7.81 (Antip. Sid.).<br><span class="bld">3</span> Κεκροπίδαι, οἱ, [[descendants of Cecrops]], [[Athenians]], [[Herodotus|Hdt.]] [[l.c.]], etc.: in sg., [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1055.<br><span class="bld">4</span> Adv. [[Κεκροπίαθεν]], Ep. [[Κεκροπίηθεν]], [[from Athens]], Call.''Dian.''227, A.R.1.95. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οπος (ὁ) :<br />Cécrops, <i>ancien roi d'Attique, fondateur d'Athènes, qui, selon la légende, lui procura le patronage d'Athéna et les premiers bienfaits de la civilisation</i>.<br />'''Étymologie:''' selon Hécat. mot étranger. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Κέκροψ:''' οπος ὁ [[Кекроп]] (легендарный герой пеласгов, по преданию, первый царь Аттики, основатель Афин, отец Эрисихтона) Her., Thuc., Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κέκροψ''': -οπος, ὁ, μυθικὸς βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν, Ἡρόδ. 8. 44, παριστανόμενος | |lstext='''Κέκροψ''': -οπος, ὁ, μυθικὸς βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν, Ἡρόδ. 8. 44, παριστανόμενος μετὰ οὐρᾶς ὄφεως, [[ὅθεν]] καλεῖται [[διφυής]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 438·- πληθ. Κεκροπίδαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 3, σ. 970. Ὁ Κούρτ. ὑποθέτει ὅτι τὸ [[ὄνομα]] [[Κέκροψ]] δυνατὸν νὰ προκύπτῃ κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν ἐκ τῆς √ΚΑΡΠ, καρπός,- Καρποφόρος, υἱὸς τοῦ Ἐριχθονίου, = Πλουσίου εἰς γῆν. ΙΙ. Ἐπίθ. Κεκρόπιος, α, ον, εἰς τὸν Κέκροπα ἀνήκων, [[Ἀθηναῖος]], [[πέτρα]] Κεκρ. ἡ Ἀκρόπολις, Εὐρ. Ἴων 936· ([[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]] Κεκροπία, ἡ, ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[Ἀθῆναι]], ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 658, Ἠλ. 1289)· Κεκρ. [[χθών]], ἡ Ἀττική, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 34, κτλ.· Κεκρ. [[χώρα]] Στέφ. Βυζ.· Κεκρόπιοι, οἱ, οἱ Ἀθηναῖοι, Ἀνθ. Πλαν. 295· [[ὡσαύτως]], Κέκροπες, Ἐπιγρ. παρὰ Ἰακωψ. ἐν Ἀνθ. Π. 3, σ. 970. 2) θηλ. Κεκροπίς, ίδος, φυλὴ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1407, Ἐπιγραφ. ([[ὡσαύτως]] καλουμένη Κεκροπία, Στράβ. 397)· Κ. αἶα Ἀνθ. Π. 7. 81. 3) Κεκροπίδαι, οἱ, οἱ τοῦ Κέκροπος ἀπόγονοι, οἱ Ἀθηναῖοι, Ἡρόδ. 8. 44, Εὐρ., κτλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055. 4) Ἐπίρρ. Κεκροπίᾱθεν, Ἐπικ. -ηθεν, ἐξ Ἀθηνῶν, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 225, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 95. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Κέκροψ:''' -οπος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[μυθικός]] [[βασιλιάς]] της Αθήνας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίθ. [[Κεκρόπιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, Κεκροπικός, Αθηναϊκός, [[πέτρα]] Κ., η Ακρόπολη, σε Ευρ.· (επίσης, [[απλώς]] [[Κεκροπία]], <i>ἡ</i>, που χρησιμοποιείται για την [[ίδια]] την Αθήνα, στον ίδ.)· Κ. [[χθών]], η Αττική, στον ίδ.· Κεκρόπιοι, <i>οἱ</i>, οι Αθηναίοι, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> θηλ. [[Κεκροπίς]], όνομα φυλής, σε Αριστοφ. <b>3.Κεκροπίδαι</b>, <i>οἱ</i>, οι Αθηναίοι, σε Ηρόδ., Ευρ. | |lsmtext='''Κέκροψ:''' -οπος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[μυθικός]] [[βασιλιάς]] της Αθήνας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίθ. [[Κεκρόπιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, Κεκροπικός, Αθηναϊκός, [[πέτρα]] Κ., η Ακρόπολη, σε Ευρ.· (επίσης, [[απλώς]] [[Κεκροπία]], <i>ἡ</i>, που χρησιμοποιείται για την [[ίδια]] την Αθήνα, στον ίδ.)· Κ. [[χθών]], η Αττική, στον ίδ.· Κεκρόπιοι, <i>οἱ</i>, οι Αθηναίοι, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> θηλ. [[Κεκροπίς]], όνομα φυλής, σε Αριστοφ. <b>3.Κεκροπίδαι</b>, <i>οἱ</i>, οι Αθηναίοι, σε Ηρόδ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=οπος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: mythical king of Athens, half man, half snake.<br />Derivatives: | |etymtx=οπος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: mythical king of Athens, half man, half snake.<br />Derivatives: [[Κεκρόπιος]], f. <b class="b3">-πίς</b> [[Cecropisch]], [[Attic]]; [[Κεκροπία]] f. = Athens, <b class="b3">-πίδαι</b> name of the Athenians (IA.). [[Κεκρόπιον]] <b class="b2">sanctuary of C.</b>; [[Κεκροπικός]].<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Acc. to Hecat. 119 J. of foreign origin; Kretschmer Glotta 4, 309 however assumes metathesis from <b class="b3">*Κέρκοψ</b> [[provided with tail]] (improbable).. A Pre-Greek formation with reduplication seems unproblematic. Cf. [[Μέροψ]]. S. Bonfante, Riv. di filol. 99, 1971.69; Ramat, Riv. fil. class. 90 (1962) 172ff. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''Κέκροψ''': -οπος<br />{Kékrops}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': mythischer König Athens, halb Mann, halb Schlange;<br />'''Derivative''': davon [[Κεκρόπιος]], f. -πίς [[kekropisch]], [[attisch]], [[Κεκροπία]] f. = Athen, -πίδαι N. der Athener (ion. att.).<br />'''Etymology''' : Nach Hekat. 119 J. fremden Ursprungs; Kretschmer Glotta 4, 309 will es dagegen durch Metathese aus *Κέρκοψ [[mit Schwanz versehen]] erklären.<br />'''Page''' 1,812-813 | |ftr='''Κέκροψ''': -οπος<br />{Kékrops}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': mythischer König Athens, halb Mann, halb Schlange;<br />'''Derivative''': davon [[Κεκρόπιος]], f. -πίς [[kekropisch]], [[attisch]], [[Κεκροπία]] f. = Athen, -πίδαι N. der Athener (ion. att.).<br />'''Etymology''': Nach Hekat. 119 J. fremden Ursprungs; Kretschmer Glotta 4, 309 will es dagegen durch Metathese aus *Κέρκοψ [[mit Schwanz versehen]] erklären.<br />'''Page''' 1,812-813 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 25 October 2024
English (LSJ)
οπος, ὁ, Cecrops mythical king of Athens, Hdt.8.44; represented with a serpent's tail, and hence called διφυής, Sch.Ar.V. 436; with the tail of a θυννίς, Eup.156: pl.,
A = Κεκροπίδαι, IG3.1335. (Κέκροψ a barbarian name acc. to Hecat. 119 J.)
II Adj. Κεκρόπιος, α, ον, Cecropian, Athenian, πέτρα K. the Acropolis, E.Ion936 (also simply Κεκροπία, ἡ, used for Athens itself, Supp.658, El.1289); K. χθών Attica, Id.Hipp.34, etc.; Κεκρόπιοι, οἱ, the Athenians, APl.4.295: Κεκροπία, ἡ, village-community in Early Attica, Str.9.1.20: Κεκρόπιον, τό, shrine of Cecrops, IG12.372.63:—also κεκρικός, ib. 374.144.
2 fem. Κεκροπίς, ίδος, φυλή Ar.Av.1407, IG12.302.59, etc.; K. αἶα AP7.81 (Antip. Sid.).
3 Κεκροπίδαι, οἱ, descendants of Cecrops, Athenians, Hdt. l.c., etc.: in sg., Ar.Eq.1055.
4 Adv. Κεκροπίαθεν, Ep. Κεκροπίηθεν, from Athens, Call.Dian.227, A.R.1.95.
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
Cécrops, ancien roi d'Attique, fondateur d'Athènes, qui, selon la légende, lui procura le patronage d'Athéna et les premiers bienfaits de la civilisation.
Étymologie: selon Hécat. mot étranger.
Russian (Dvoretsky)
Κέκροψ: οπος ὁ Кекроп (легендарный герой пеласгов, по преданию, первый царь Аттики, основатель Афин, отец Эрисихтона) Her., Thuc., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
Κέκροψ: -οπος, ὁ, μυθικὸς βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν, Ἡρόδ. 8. 44, παριστανόμενος μετὰ οὐρᾶς ὄφεως, ὅθεν καλεῖται διφυής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 438·- πληθ. Κεκροπίδαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 3, σ. 970. Ὁ Κούρτ. ὑποθέτει ὅτι τὸ ὄνομα Κέκροψ δυνατὸν νὰ προκύπτῃ κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν ἐκ τῆς √ΚΑΡΠ, καρπός,- Καρποφόρος, υἱὸς τοῦ Ἐριχθονίου, = Πλουσίου εἰς γῆν. ΙΙ. Ἐπίθ. Κεκρόπιος, α, ον, εἰς τὸν Κέκροπα ἀνήκων, Ἀθηναῖος, πέτρα Κεκρ. ἡ Ἀκρόπολις, Εὐρ. Ἴων 936· (ὡσαύτως ἁπλῶς Κεκροπία, ἡ, ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ Ἀθῆναι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 658, Ἠλ. 1289)· Κεκρ. χθών, ἡ Ἀττική, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 34, κτλ.· Κεκρ. χώρα Στέφ. Βυζ.· Κεκρόπιοι, οἱ, οἱ Ἀθηναῖοι, Ἀνθ. Πλαν. 295· ὡσαύτως, Κέκροπες, Ἐπιγρ. παρὰ Ἰακωψ. ἐν Ἀνθ. Π. 3, σ. 970. 2) θηλ. Κεκροπίς, ίδος, φυλὴ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1407, Ἐπιγραφ. (ὡσαύτως καλουμένη Κεκροπία, Στράβ. 397)· Κ. αἶα Ἀνθ. Π. 7. 81. 3) Κεκροπίδαι, οἱ, οἱ τοῦ Κέκροπος ἀπόγονοι, οἱ Ἀθηναῖοι, Ἡρόδ. 8. 44, Εὐρ., κτλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055. 4) Ἐπίρρ. Κεκροπίᾱθεν, Ἐπικ. -ηθεν, ἐξ Ἀθηνῶν, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 225, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 95.
Greek Monotonic
Κέκροψ: -οπος, ὁ,
I. μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, σε Ηρόδ.
II. 1. επίθ. Κεκρόπιος, -α, -ον, Κεκροπικός, Αθηναϊκός, πέτρα Κ., η Ακρόπολη, σε Ευρ.· (επίσης, απλώς Κεκροπία, ἡ, που χρησιμοποιείται για την ίδια την Αθήνα, στον ίδ.)· Κ. χθών, η Αττική, στον ίδ.· Κεκρόπιοι, οἱ, οι Αθηναίοι, σε Ανθ.
2. θηλ. Κεκροπίς, όνομα φυλής, σε Αριστοφ. 3.Κεκροπίδαι, οἱ, οι Αθηναίοι, σε Ηρόδ., Ευρ.
Frisk Etymological English
οπος
Grammatical information: m.
Meaning: mythical king of Athens, half man, half snake.
Derivatives: Κεκρόπιος, f. -πίς Cecropisch, Attic; Κεκροπία f. = Athens, -πίδαι name of the Athenians (IA.). Κεκρόπιον sanctuary of C.; Κεκροπικός.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Acc. to Hecat. 119 J. of foreign origin; Kretschmer Glotta 4, 309 however assumes metathesis from *Κέρκοψ provided with tail (improbable).. A Pre-Greek formation with reduplication seems unproblematic. Cf. Μέροψ. S. Bonfante, Riv. di filol. 99, 1971.69; Ramat, Riv. fil. class. 90 (1962) 172ff.
Middle Liddell
Κέκροψ, οπος, ὁ,
I. a mythical king of Athens, Hdt.: hence
II. adj. Κεκρόπιος, η, ον Cecropian, Athenian, πέτρα K. the Acropolis, Eur.; (also simply Κεκροπία, ἡ, used for Athens itself, Eur.); K. χθών Attica, Eur.; Κεκρόπιοι, οἱ, the Athenians, Anth.
2. fem. Κεκροπίς, name of a tribe, Ar.
3. Κεκροπίδαι, οἱ, the Athenians, Hdt., Eur.
Frisk Etymology German
Κέκροψ: -οπος
{Kékrops}
Grammar: m.
Meaning: mythischer König Athens, halb Mann, halb Schlange;
Derivative: davon Κεκρόπιος, f. -πίς kekropisch, attisch, Κεκροπία f. = Athen, -πίδαι N. der Athener (ion. att.).
Etymology: Nach Hekat. 119 J. fremden Ursprungs; Kretschmer Glotta 4, 309 will es dagegen durch Metathese aus *Κέρκοψ mit Schwanz versehen erklären.
Page 1,812-813