στάλαγμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=στάλαγμα
|Full diacritics=στᾰ́λαγμα
|Medium diacritics=στάλαγμα
|Medium diacritics=στάλαγμα
|Low diacritics=στάλαγμα
|Low diacritics=στάλαγμα
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stalagma
|Transliteration C=stalagma
|Beta Code=sta/lagma
|Beta Code=sta/lagma
|Definition=[<b class="b3">στᾰ], ατος, τό,</b> (σταλάσσω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that which drops]], [[a drop]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>802</span>; ῥοὴ φοινίου σταλάγματος <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1239</span>; πώματος <span class="bibl">Philostr. <span class="title">VA</span>3.25</span>: dub. sens. in <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>531 ii 16</span> (i A.D.).</span>
|Definition=[στᾰ], ατος, τό, ([[σταλάσσω]]) [[that which drops]], a [[drop]], A.''Eu.''802; ῥοὴ φοινίου σταλάγματος [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1239; [[πώμα]]τος Philostr. ''VA''3.25: dub. sens. in ''BGU''531 ii 16 (i A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] τό, das Getröpfelte, der Tropfen, ἀφεῖσαι δαιμόνων σταλάγματα, Aesch. Eum. 769; Soph. Ant. 1224.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] τό, das Getröpfelte, der Tropfen, ἀφεῖσαι δαιμόνων σταλάγματα, Aesch. Eum. 769; Soph. Ant. 1224.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[goutte]].<br />'''Étymologie:''' [[σταλάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στάλαγμα -ατος, τό [σταλάττω] [[druppel]].
}}
{{elru
|elrutext='''στάλαγμα:''' ατος (τᾰ) τό досл. [[капля]], перен. [[струя]]: φοινίου σ. Soph. струя крови, кровь; δαιμόνων σταλάγματα Aesch. ядовитая жидкость, отрава.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στάλαγμα''': τό, (στᾱλάσσω) τὸ πῖπτον κατὰ σταγόνας, [[σταγών]], Αἰσχύλ. Εὐμ. πνοὴ φοινίου σταλάγματος Σοφ. Ἀντ. 1239· πόματος Φιλόστρ. 116.
|lstext='''στάλαγμα''': τό, (στᾱλάσσω) τὸ πῖπτον κατὰ σταγόνας, [[σταγών]], Αἰσχύλ. Εὐμ. πνοὴ φοινίου σταλάγματος Σοφ. Ἀντ. 1239· πόματος Φιλόστρ. 116.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />goutte.<br />'''Étymologie:''' [[σταλάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στάλαγμα:''' τό, [[υγρό]] που πέφτει σε σταγόνες, [[σταγόνα]], [[απόσταγμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''στάλαγμα:''' τό, [[υγρό]] που πέφτει σε σταγόνες, [[σταγόνα]], [[απόσταγμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=στάλαγμα -ατος, τό [σταλάττω] druppel.
}}
{{elru
|elrutext='''στάλαγμα:''' ατος (τᾰ) τό досл. капля, перен. струя: φοινίου σ. Soph. струя крови, кровь; δαιμόνων σταλάγματα Aesch. ядовитая жидкость, отрава.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στάλαγμα]], ατος, τό,<br />that [[which]] drops, a [[drop]], Aesch., Soph.
|mdlsjtxt=[[στάλαγμα]], ατος, τό,<br />that [[which]] drops, a [[drop]], Aesch., Soph.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[trickle]], [[what is distilled]]
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰ́λαγμα Medium diacritics: στάλαγμα Low diacritics: στάλαγμα Capitals: ΣΤΑΛΑΓΜΑ
Transliteration A: stálagma Transliteration B: stalagma Transliteration C: stalagma Beta Code: sta/lagma

English (LSJ)

[στᾰ], ατος, τό, (σταλάσσω) that which drops, a drop, A.Eu.802; ῥοὴ φοινίου σταλάγματος S.Ant.1239; πώματος Philostr. VA3.25: dub. sens. in BGU531 ii 16 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 928] τό, das Getröpfelte, der Tropfen, ἀφεῖσαι δαιμόνων σταλάγματα, Aesch. Eum. 769; Soph. Ant. 1224.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
goutte.
Étymologie: σταλάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στάλαγμα -ατος, τό [σταλάττω] druppel.

Russian (Dvoretsky)

στάλαγμα: ατος (τᾰ) τό досл. капля, перен. струя: φοινίου σ. Soph. струя крови, кровь; δαιμόνων σταλάγματα Aesch. ядовитая жидкость, отрава.

Greek (Liddell-Scott)

στάλαγμα: τό, (στᾱλάσσω) τὸ πῖπτον κατὰ σταγόνας, σταγών, Αἰσχύλ. Εὐμ. πνοὴ φοινίου σταλάγματος Σοφ. Ἀντ. 1239· πόματος Φιλόστρ. 116.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και στάλαμα Ν σταλάζω
σταγόνα, σταλαματιά («ῥοὴ φοινίου σταλάγματος», Σοφ.)
νεοελλ.
1. ροή σταγόνων, σταλαγμός
2. υδρορρόη.

Greek Monotonic

στάλαγμα: τό, υγρό που πέφτει σε σταγόνες, σταγόνα, απόσταγμα, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

στάλαγμα, ατος, τό,
that which drops, a drop, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

trickle, what is distilled

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)