ἐπιμελητικός: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (LSJ1 replacement) |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epimelitikos | |Transliteration C=epimelitikos | ||
|Beta Code=e)pimelhtiko/s | |Beta Code=e)pimelhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιμελητική, ἐπιμελητικόν, [[able to take charge]], [[managing]], X.''Oec.''12.19; ἡ [[ἐπιμελητική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), = [[ἐπιμέλεια]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 275esq.; αἴσθησις ἐ. τῶν τέκνων Arist.''GA''753a8; <b class="b3">τὸ τοῦ ἰδίου σώματος ἐ.</b> M.Ant.1.16. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0961.png Seite 961]] ή, όν, zum Sorgen, Pflegen geschickt, Xen. Oec. 12, 19; ἡ ἐπιμελητική, sc. [[τέχνη]], die Wartung, Pflege, Plat. Polit. 275 e. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0961.png Seite 961]] ή, όν, zum Sorgen, Pflegen geschickt, Xen. Oec. 12, 19; ἡ ἐπιμελητική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Wartung, Pflege, Plat. Polit. 275 e. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[porté à prendre soin de]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιμελητικός:''' [[умеющий заботиться]], [[заботливый]] Xen., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιμελητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιμελούμενος πράγματός τινος, ὁ ἱκανὸς νὰ ἐπιστατῇ, τὸν δὲ ἐπιμελητικούς βουλόμενον ποιήσασθαί τινας Ξεν. Οἰκ. 12, 19· ἡ ἐπιμελητικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) = [[ἐπιμέλεια]], Πλάτ. Πολιτικ. 275Ε κἑξ. | |lstext='''ἐπιμελητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιμελούμενος πράγματός τινος, ὁ ἱκανὸς νὰ ἐπιστατῇ, τὸν δὲ ἐπιμελητικούς βουλόμενον ποιήσασθαί τινας Ξεν. Οἰκ. 12, 19· ἡ ἐπιμελητικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) = [[ἐπιμέλεια]], Πλάτ. Πολιτικ. 275Ε κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιμελητικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[ικανός]] να διευθύνει, [[διευθυντικός]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐπιμελητικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[ικανός]] να διευθύνει, [[διευθυντικός]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐπιμελητικός]], ή, όν [from [[ἐπιμελητής]]<br />[[able]] to [[take]] [[charge]], managing, Xen. | |mdlsjtxt=[[ἐπιμελητικός]], ή, όν [from [[ἐπιμελητής]]<br />[[able]] to [[take]] [[charge]], managing, Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιμελητική, ἐπιμελητικόν, able to take charge, managing, X.Oec.12.19; ἡ ἐπιμελητική (sc. τέχνη), = ἐπιμέλεια, Pl.Plt. 275esq.; αἴσθησις ἐ. τῶν τέκνων Arist.GA753a8; τὸ τοῦ ἰδίου σώματος ἐ. M.Ant.1.16.
German (Pape)
[Seite 961] ή, όν, zum Sorgen, Pflegen geschickt, Xen. Oec. 12, 19; ἡ ἐπιμελητική, sc. τέχνη, die Wartung, Pflege, Plat. Polit. 275 e.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à prendre soin de.
Étymologie: ἐπιμελέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμελητικός: умеющий заботиться, заботливый Xen., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμελητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιμελούμενος πράγματός τινος, ὁ ἱκανὸς νὰ ἐπιστατῇ, τὸν δὲ ἐπιμελητικούς βουλόμενον ποιήσασθαί τινας Ξεν. Οἰκ. 12, 19· ἡ ἐπιμελητικὴ (ἐνν. τέχνη) = ἐπιμέλεια, Πλάτ. Πολιτικ. 275Ε κἑξ.
Greek Monolingual
ἐπιμελητικός, -ή, -όν (Α) επιμελητής
1. ο αρμόδιος ή ικανός να φροντίζει κάτι
2. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμελητική, τὸ ἐπιμελητικόν
η επιμέλεια, η φροντίδα.
Greek Monotonic
ἐπιμελητικός: -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να διευθύνει, διευθυντικός, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐπιμελητικός, ή, όν [from ἐπιμελητής
able to take charge, managing, Xen.