μονωτικός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monotikos
|Transliteration C=monotikos
|Beta Code=monwtiko/s
|Beta Code=monwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[left alone]], [[solitary]], βίος <span class="bibl">Ph.1.549</span>; [[ζῷα]] ib.<span class="bibl">150</span>.</span>
|Definition=μονωτική, μονωτικόν, [[left alone]], [[solitary]], βίος Ph.1.549; [[ζῷα]] ib.150.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0206.png Seite 206]] vereinzelt lebend, ζῷα, Arist. H. A. 1, 1, den ἀγελαῖα entggstzt, v. l. μονοδικά, auch bei Bekk.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0206.png Seite 206]] vereinzelt lebend, ζῷα, Arist. H. A. 1, 1, den ἀγελαῖα entggstzt, [[varia lectio|v.l.]] μονοδικά, auch bei Bekk.
}}
{{elru
|elrutext='''μονωτικός:''' [[склонный к одиночеству]], [[живущий одиноко]] (ζῷα Arst. - [[varia lectio|v.l.]] к [[μοναδικός]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μονωτικός]], -ή, -όν) [[μονώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απομονώνει [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για [[μόνωση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μονωτικά υλικά»<br />i) <b>τεχνολ.</b> υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την [[ακουστική]] ή θερμική [[μόνωση]] ενός χώρου ή για τη [[μόνωση]] ενός ρευματοφόρου αγωγού<br />ii) <b>(ηλεκτρ.)</b> ουσίες ή σώματα τών οποίων η ηλεκτρική [[αγωγιμότητα]] [[είναι]] πρακτικά ίση με [[μηδέν]] ή πολύ [[ασθενής]]<br />β) «μονωτική [[ταινία]]» — [[ταινία]] που χρησιμοποιείται για [[μόνωση]] ηλεκτροφόρων καλωδίων<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονήρης]], [[μοναχικός]] (α. «μονωτικὸς καὶ ἀνιαρὸς [[βίος]]», Φίλ.- β. «μονωτικὰ ζῷα», Φίλ.).
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μονωτικός]], -ή, -όν) [[μονώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απομονώνει [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για [[μόνωση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μονωτικά υλικά»<br />i) <b>τεχνολ.</b> υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την [[ακουστική]] ή θερμική [[μόνωση]] ενός χώρου ή για τη [[μόνωση]] ενός ρευματοφόρου αγωγού<br />ii) <b>(ηλεκτρ.)</b> ουσίες ή σώματα τών οποίων η ηλεκτρική [[αγωγιμότητα]] [[είναι]] πρακτικά ίση με [[μηδέν]] ή πολύ [[ασθενής]]<br />β) «μονωτική [[ταινία]]» — [[ταινία]] που χρησιμοποιείται για [[μόνωση]] ηλεκτροφόρων καλωδίων<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονήρης]], [[μοναχικός]] (α. «μονωτικὸς καὶ ἀνιαρὸς [[βίος]]», Φίλ.- β. «μονωτικὰ ζῷα», Φίλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''μονωτικός:''' склонный к одиночеству, живущий одиноко (ζῷα Arst. - v. l. к [[μοναδικός]]).
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονωτικός Medium diacritics: μονωτικός Low diacritics: μονωτικός Capitals: ΜΟΝΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: monōtikós Transliteration B: monōtikos Transliteration C: monotikos Beta Code: monwtiko/s

English (LSJ)

μονωτική, μονωτικόν, left alone, solitary, βίος Ph.1.549; ζῷα ib.150.

German (Pape)

[Seite 206] vereinzelt lebend, ζῷα, Arist. H. A. 1, 1, den ἀγελαῖα entggstzt, v.l. μονοδικά, auch bei Bekk.

Russian (Dvoretsky)

μονωτικός: склонный к одиночеству, живущий одиноко (ζῷα Arst. - v.l. к μοναδικός).

Greek (Liddell-Scott)

μονωτικός: -ή, -όν, μεμονωμένος, βίος Φίλων 1. 549.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μονωτικός, -ή, -όν) μονώ
νεοελλ.
1. αυτός που απομονώνει κάτι από κάτι άλλο
2. κατάλληλος για μόνωση
3. φρ. α) «μονωτικά υλικά»
i) τεχνολ. υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την ακουστική ή θερμική μόνωση ενός χώρου ή για τη μόνωση ενός ρευματοφόρου αγωγού
ii) (ηλεκτρ.) ουσίες ή σώματα τών οποίων η ηλεκτρική αγωγιμότητα είναι πρακτικά ίση με μηδέν ή πολύ ασθενής
β) «μονωτική ταινία» — ταινία που χρησιμοποιείται για μόνωση ηλεκτροφόρων καλωδίων
αρχ.
μονήρης, μοναχικός (α. «μονωτικὸς καὶ ἀνιαρὸς βίος», Φίλ.- β. «μονωτικὰ ζῷα», Φίλ.).