θυοσκέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyoskeo
|Transliteration C=thyoskeo
|Beta Code=quoske/w
|Beta Code=quoske/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">make burnt-offerings</b>, Hsch.; <b class="b3">περίπεμπτα θυοσκεῖς</b> prob. in <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>87</span> ([[θυοσκινεῖς]] codd.). (For <b class="b3">θυο-σκοέω</b>, cf. sq.)</span>
|Definition=[[make burnt-offerings]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; <b class="b3">περίπεμπτα θυοσκεῖς</b> prob. in [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''87 ([[θυοσκινεῖς]] codd.). (For [[θυοσκοέω]], cf. [[θυοσκόος]])
}}
{{bailly
|btext=[[θυοσκῶ]] :<br /><i>c.</i> [[θυοσκοέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θυοσκέω:''' или [[θυοσκοέω]] приносить жертву, совершать жертвоприношения (Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[θυοσκινέω]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θυοσκέω''': [[προσφέρω]] ὁλοκαυτώματα, διὰ πυρὸς θυσίας, Ἡσύχ.· [[ὁπόθεν]] διορθοῦται ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 87, περίπεμπτα θυοσκεῖς, [[ἔνθα]] τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. θυοσκινεῖς· - ἂν καὶ ἡ γραφὴ θυοσκεῖς [[εἶναι]] ὀρθή, φαίνεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ θυοσκοεῖς (ἐκ τοῦ ἑπομ.).
|lstext='''θυοσκέω''': [[προσφέρω]] ὁλοκαυτώματα, διὰ πυρὸς θυσίας, Ἡσύχ.· [[ὁπόθεν]] διορθοῦται ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 87, περίπεμπτα θυοσκεῖς, [[ἔνθα]] τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. θυοσκινεῖς· - ἂν καὶ ἡ γραφὴ θυοσκεῖς [[εἶναι]] ὀρθή, φαίνεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ θυοσκοεῖς (ἐκ τοῦ ἑπομ.).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[θυοσκοέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυοσκέω:''' [[προσφέρω]] ολοκαυτώματα, κάνω προσφορές στους θεούς μέσω θυσίας με [[φωτιά]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θυοσκέω:''' [[προσφέρω]] ολοκαυτώματα, κάνω προσφορές στους θεούς μέσω θυσίας με [[φωτιά]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θυοσκέω:''' или [[θυοσκοέω]] приносить жертву, совершать жертвоприношения (Aesch. - v. l. [[θυοσκινέω]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θυοσκέω]],<br />to make [[burnt]]-offerings, Aesch. [from [[θυοσκόος]]
|mdlsjtxt=[[θυοσκέω]],<br />to make [[burnt]]-offerings, Aesch. [from [[θυοσκόος]]
}}
}}

Latest revision as of 21:51, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠοσκέω Medium diacritics: θυοσκέω Low diacritics: θυοσκέω Capitals: ΘΥΟΣΚΕΩ
Transliteration A: thyoskéō Transliteration B: thyoskeō Transliteration C: thyoskeo Beta Code: quoske/w

English (LSJ)

make burnt-offerings, Hsch.; περίπεμπτα θυοσκεῖς prob. in A.Ag.87 (θυοσκινεῖς codd.). (For θυοσκοέω, cf. θυοσκόος)

French (Bailly abrégé)

θυοσκῶ :
c. θυοσκοέω.

Russian (Dvoretsky)

θυοσκέω: или θυοσκοέω приносить жертву, совершать жертвоприношения (Aesch. - v.l. θυοσκινέω).

Greek (Liddell-Scott)

θυοσκέω: προσφέρω ὁλοκαυτώματα, διὰ πυρὸς θυσίας, Ἡσύχ.· ὁπόθεν διορθοῦται ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 87, περίπεμπτα θυοσκεῖς, ἔνθα τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. θυοσκινεῖς· - ἂν καὶ ἡ γραφὴ θυοσκεῖς εἶναι ὀρθή, φαίνεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ θυοσκοεῖς (ἐκ τοῦ ἑπομ.).

Greek Monotonic

θυοσκέω: προσφέρω ολοκαυτώματα, κάνω προσφορές στους θεούς μέσω θυσίας με φωτιά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θυοσκέω,
to make burnt-offerings, Aesch. [from θυοσκόος