ἀναξέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anakseo
|Transliteration C=anakseo
|Beta Code=a)nace/w
|Beta Code=a)nace/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hew smooth]], [[polish]], IG7.3073.123 (Lebad.); part. contr. [[ἀναξῶν]] ib.22.463.72:—Pass., λίθου ἀνεξεσμένου <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>13.6.6</span>.</span>
|Definition=[[hew smooth]], [[polish]], IG7.3073.123 (Lebad.); part. contr. [[ἀναξῶν]] ib.22.463.72:—Pass., λίθου ἀνεξεσμένου J.''AJ''13.6.6.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [pres. part. contr. ἀναξῶν <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.463.72; perf. part. ἀνεξεσμένου I.<i>AI</i> 13.211]<br />[[alisar]], [[pulir]] ἀναξέων τοὺς κανόνας <i>IG</i> 7.3073.123 (Lebadea), ἀναξῶν τοὺς ἁρμούς <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.l.c., μνημεῖον ... ἐκ λίθου ... ἀνεξεσμένου I.<i>AI</i> [[l.c.]]
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναξέω''': ξέω [[καλῶς]], ξέων καθιστῶ λείαν τὴν ἐπιφάνειαν λίθου ἢ ξύλου, στιλβώνω, λίθου ἀνεξεσμένου Ἰωσὴπ. Ἀρ. Ἰ. 13. 6, 6. - ἀναξῶν = ἀναξέων, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. Ἀττ. ΙΙ. 167, ϛ΄, 72.
|lstext='''ἀναξέω''': ξέω [[καλῶς]], ξέων καθιστῶ λείαν τὴν ἐπιφάνειαν λίθου ἢ ξύλου, στιλβώνω, λίθου ἀνεξεσμένου Ἰωσὴπ. Ἀρ. Ἰ. 13. 6, 6. - ἀναξῶν = ἀναξέων, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. Ἀττ. ΙΙ. 167, ϛ΄, 72.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [pres. part. contr. ἀναξῶν <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.463.72; perf. part. ἀνεξεσμένου I.<i>AI</i> 13.211]<br />[[alisar]], [[pulir]] ἀναξέων τοὺς κανόνας <i>IG</i> 7.3073.123 (Lebadea), ἀναξῶν τοὺς ἁρμούς <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.l.c., μνημεῖον ... ἐκ λίθου ... ἀνεξεσμένου I.<i>AI</i> l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀναξέω]]) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για πληγές) [[ερεθίζω]] με [[ξύσιμο]], [[ανοίγω]] [[πάλι]] το [[τραύμα]]<br /><b>2.</b> (για [[εχθρότητα]], [[πάθος]] <b>κ.λπ.</b>) [[ανανεώνω]], [[υποδαυλίζω]], [[επαναφέρω]] σε [[οξύτητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] λείο ή στιλπνό, [[λειαίνω]], [[στιλβώνω]], [[γυαλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ξέω</i> «[[ξύνω]], [[ερεθίζω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ανάξεση]]].
|mltxt=(Α [[ἀναξέω]]) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για πληγές) [[ερεθίζω]] με [[ξύσιμο]], [[ανοίγω]] [[πάλι]] το [[τραύμα]]<br /><b>2.</b> (για [[εχθρότητα]], [[πάθος]] <b>κ.λπ.</b>) [[ανανεώνω]], [[υποδαυλίζω]], [[επαναφέρω]] σε [[οξύτητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] λείο ή στιλπνό, [[λειαίνω]], [[στιλβώνω]], [[γυαλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ξέω</i> «[[ξύνω]], [[ερεθίζω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ανάξεση]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξέω Medium diacritics: ἀναξέω Low diacritics: αναξέω Capitals: ΑΝΑΞΕΩ
Transliteration A: anaxéō Transliteration B: anaxeō Transliteration C: anakseo Beta Code: a)nace/w

English (LSJ)

hew smooth, polish, IG7.3073.123 (Lebad.); part. contr. ἀναξῶν ib.22.463.72:—Pass., λίθου ἀνεξεσμένου J.AJ13.6.6.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. part. contr. ἀναξῶν IG 22.463.72; perf. part. ἀνεξεσμένου I.AI 13.211]
alisar, pulir ἀναξέων τοὺς κανόνας IG 7.3073.123 (Lebadea), ἀναξῶν τοὺς ἁρμούς IG 22.l.c., μνημεῖον ... ἐκ λίθου ... ἀνεξεσμένου I.AI l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξέω: ξέω καλῶς, ξέων καθιστῶ λείαν τὴν ἐπιφάνειαν λίθου ἢ ξύλου, στιλβώνω, λίθου ἀνεξεσμένου Ἰωσὴπ. Ἀρ. Ἰ. 13. 6, 6. - ἀναξῶν = ἀναξέων, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. Ἀττ. ΙΙ. 167, ϛ΄, 72.

Greek Monolingual

ἀναξέω) νεοελλ.
1. (για πληγές) ερεθίζω με ξύσιμο, ανοίγω πάλι το τραύμα
2. (για εχθρότητα, πάθος κ.λπ.) ανανεώνω, υποδαυλίζω, επαναφέρω σε οξύτητα
αρχ.
κάνω κάτι λείο ή στιλπνό, λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ξέω «ξύνω, ερεθίζω».
ΠΑΡ. νεοελλ. ανάξεση].